Διακόσιοι δικηγόροι προχωρούν με βήμα ταχύ μέσα στη χιονοθύελλα. Είναι ντυμένοι με χοντρά παλτά κι έχουν καταλάβει μια λωρίδα κυκλοφορίας στην παλιά πόλη του Βίλνιους, όπου προχωρούν ανεμίζοντας λευκά σημαιάκια. Έχουν αποφασίσει να παρακωλύσουν για μισή ώρα την κυκλοφορία προκειμένου να διατρανώσουν ένα μήνυμα: ο νόμος θα πρέπει να λειτουργεί πάντοτε υπέρ των αδυνάτων. Όλοι οι δικηγόροι κοιτούν μπροστά και μόνο ένας άντρας με γκρίζους κροτάφους ρίχνει κλεφτές ματιές στο πλάι.

Η πομπή προχωρά. Ο αέρας μοιάζει λεπτός εξαιτίας της χιονοθύελλας και μπορεί κανείς ν’ απομονώσει τη φωνή του κάθε δικηγόρου και να τη φανταστεί ν’ αγορεύει. Η ετήσια γιορτή του νομικού συλλόγου διασχίζει την εμπορική αρτηρία του Βίλνιους, ως μια πλάγια δήλωση της αστικής τάξης για το πού τοποθετεί χωροταξικά τον εαυτό της. Στο πέτο έχουν καρφιτσωμένο όλοι το σήμα του συλλόγου κι η πορεία δε χάνει τη συνοχή της σε κανένα σημείο της διαδρομής∙ όλα αυτά τα κεφάλια, που ξεχωρίζουν μέσα απ’ τις μαύρες κάπες, έχουν την αυστηρότητα ενός τόμου του αστικού δικαίου.

Οι διαδρομές των διαδηλώσεων έχουν πάντοτε έναν βαθύ πολιτικό συμβολισμό και τούτη εδώ δε γίνεται να διαφέρει. Η πορεία σταματά στο πάρκο μπροστά απ’ το παλιό κτήριο της KGB, που σήμερα στεγάζει το μουσείο θυμάτων της γενοκτονίας. Πύρινοι λόγοι για την ελευθερία εκφωνούνται, μπροστά από ένα κτήριο που κάτω απ’ τον όρο γενοκτονία εξομειώνει τα εγκλήματα της πενηντάχρονης κατοχής της Λιθουανίας απ’ τους Σοβιετικούς μ’ αυτά των Ναζί. Κατά τη διάρκεια των λόγων, το κεφάλι του άντρα με τους γκρίζους κροτάφους γυρνά και κοιτά στο βάθος του πάρκου, στο σημείο που στέκεται μια γυναίκα κρατώντας μια ομπρέλα. Το πάρκο είναι ολόλευκο απ’ το χιόνι κι η γυναίκα στέκεται ακίνητη, χωρίς να μπορεί κανείς να πει αν απλώς περιμένει κάποιον ή αν πρόκεται για τη σιωπηλή συνείδηση του συλλογικού παρελθόντος.

Η συγκέντρωση διαλύεται μετά από είκοσι λεπτά κι η γυναίκα φεύγει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Στο δρόμο στο τέλος του πάρκου ξεκινάει η καινούργια πόλη, η οποία μοιάζει να βρίσκεται χιλιάδες μίλια μακριά απ’ την παλιά. Εδώ τα κτήρια δεν είναι πια πλουμιστά, πρόκειται απλώς για τσιμεντένια κουτιά που δεν έχουν ανακαινιστεί: οι φθαρμένοι τοίχοι, τα βρώμικα παράθυρα κι οι σκοτεινές αυλές προδίδουν χαμηλά ενοίκια και μισθούς πείνας.

Σ’ αυτήν εδώ την πόλη, που μοιάζει να προσπαθεί με κόπο ν’ ακολουθήσει τις έτερες βαλτικές πρωτεύουσες, η ανάπτυξη μοιάζει με τ’ όνειρο ενός ερασιτέχνη οραματιστή. Είναι μια προσπάθεια να καλυφθεί ο χαμένος χρόνος, με σύμβουλο τη δίψα και καθόλου τη λογική. Η γυναίκα με την ομπρέλα έχει πρόσωπο κουρασμένο αλλά φοράει ρούχα μοντέρνα∙ οι ραβδώσεις στην τσάντα της -που μοιάζει ολοκαίνουργια αλλά είναι απομίμηση ακριβής μάρκας- θυμίζουν οικονομικούς δείκτες, οι οποίοι μετά από μακρόχρονη πτώση έχουν μόλις αρχίσει ν’ ανηφορίζουν.

Επιβιβάζεται σ’ ένα παλιό λεωφορείο, που τα τζάμια του τρίζουν στις λακκούβες σαν τσιγαρόχαρτο. Το λεωφορείο διασχίζει την πόλη και φτάνει σε μια περιοχή που ονομάζεται Ουζούπις κι οι ντόπιοι τη θεωρούν ως τν μποέμικη γειτονιά του Βίλνιους. Τα σπίτια έχουν βαφτεί εξωτερικά και διαθέτουν κάποιο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον κι οι κάτοικοι, περήφανοι για το πέρασμα σε μια πιο ευρωπαϊκή εκδοχή των συνηθειών, έχουν συντάξει μια διακήρυξη που αναφέρεται σε χαλαρούς κανόνες ζωής. Τα καφέ θυμίζουν το Βερολίνο της δεκαετίας του ’90 κι η γυναίκα μπαίνει σ’ ένα απ’ αυτά και παραγγέλνει ένα τσάι διαβάζοντας εφημερίδα. Ψηλά κεριά σιγοκαίνε στα τραπέζια και λίγη ώρα αργότερα η φλόγα τους τρεμοπαίζει, όταν ο άντρας με τους γκρίζους κροτάφους βγάζει την κάπα με το διακριτικό σήμα του συλλόγου δικηγόρων στο πέτο και κάθεται δίπλα στη γυναίκα.

Συζητούν χαμηλόφωνα κι η εγκαρδιότητα απουσιάζει. Τα ροφήματα αχνίζουν πάνω απ’ τα πρόσωπά τους και χνωτίζουν τα τζάμια του καφέ. Είναι μια συζήτηση που ακροβατεί πάνω σε αντιθέσεις, δανεισμένες ίσως απ’ τα αναρίθμητα κοντράστ της πόλης. Συζητούν για ένα σπίτι στην καινούργια πλευρά του Βίλνιους, όπου τα ενοίκια αυξήθηκαν δέκα τοις εκατό μέσα σε οχτώ μήνες επειδή άνοιξε ένα ξενοδοχείο στη γωνία κι η περιοχή αναβαθμίστηκε∙ μιλούν για τους ηλικιωμένους γονείς τους -της γυναίκας ζουν στη Ρωσία και του άντρα κάπου παραθαλάσσια στη Λιθουανία, κοντά στην Κλαϊπέντα∙ εκείνη λέει για το χιόνι που της θυμίζει την πατρίδα της κι ο άντρας διαμαρτύρεται για τον σκοτεινό ουρανό κι ονειρεύεται χώρες που ο ήλιος τις φωτίζει κάθε μέρα. Λίγο πριν φύγουν, ο άντρας βάζει τα χέρια του πάνω στους καρπούς της γυναίκας. Εκείνη τον κοιτάζει αιφνιδιασμένη και το πρόσωπό της μοιάζει να παγώνει, ίσως επειδή στο πρωτόκολλο της μεταξύ τους συμπεριφοράς έχουν αποφασίσει να μην εκδηλώνονται σε δημόσιους χώρους –ίσως, όμως, να φταίει απλώς η παγωμένη βέρα που φοράει ο άντρας στο δεξί του χέρι.

Η γυναίκα φεύγει με το λεωφορείο κι ο δικηγόρος με το αυτοκίνητο. Αυτές οι ζωές που τέμνονται σε μια ράθυμη συνοικία, χωρίζονται απ’ τη δομή της υπόλοιπης πόλης. Η γυναίκα ζει σ’ ένα διαμέρισμα κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό, εκεί όπου τα πρόσωπα είναι ύποπτα και το ξέπλυμα πολυεπίπεδο: εκεί ξεπλένονται χρήματα από ναρκωτικά, διαθέσεις για σεξ και συνειδήσεις χωρίς φραγμούς. Τα βράδια κοιτάζει φοβισμένη πίσω απ’ την πλάτη της και σ’ αυτές τις φευγαλέες ματιές νομίζει πως βλέπει μέχρι κάτω, μέχρι την παλιά πόλη, που δε βρίσκεται παρά δυο χιλιόμετρα μακριά. Αυτή εδώ η γειτονιά θυμίζει αναπτυσσόμενο προάστιο μιας βιομηχανικής πόλης, όμως ούτε σε προάστιο βρίσκεται αλλά ούτε και σε βιομηχανική πόλη. Είναι φορές που νομίζει πως βλέπει φευγαλέα πίσω απ’ την πλάτη της το σπίτι του δικηγόρου στην παλιά πόλη, φανταχτερό, με παχιά χαλιά και λάμπες που φέγγουν στα παράθυρα.

Το διαμέρισμά του βρίσκεται ανάμεσα σε μπαρόκ εκκλησίες, οι οποίες είναι τα πιο ψηλά κτήρια του Βίλνιους, λες κι όσο πιο κοντά βρίσκεται το κτήριο στον ουρανό, τόσο πιο προσβάσιμος είναι ο Θεός. Η σύζυγός του φροντίζει για την τάξη του σπιτιού, μια μητέρα που ξέμεινε ανάμεσα σε τοίχους παρακολουθώντας τα παιδιά να μαθαίνουν ξένες γλώσσες και να βγάζει βόλτα στον ελεύθερό της χρόνο ένα κατσαρό σκυλί. Η σύζυγος περνάει κάθε μέρα απ’ την οδό της Λογοτεχνίας, ένα δαιδαλώδες σοκάκι στην παλιά πόλη, στους τοίχους του οποίου μία εικαστικός επιμελείται ένα υπαίθριο μουσείο έργων τέχνης εμπνευσμένα από συγγραφείς. Στέκεται και κοιτάζει τους μικρούς πίνακες, που κρέμονται σε τοίχους αιωνόβιους, και παρατηρεί τις λεπτομέρειες, την ώρα που το σκυλί την τραβάει ανυπόμονα. Όσο σίγουρη είναι ότι ο άντρας της βλέπει μια άλλη γυναίκα, άλλο τόσο σίγουρη είναι πως δε θέλει ν’ απαρνηθεί τη ζωή μέσα στην παλιά πόλη. Αφήνει το σκυλί να εκφράσει την οργή της -κι αυτό, σαν να μετουσιώνει το θυμό, γαβγίζει επιθετικά στους περαστικούς.

Ο δικηγόρος, ένας άντρας αφοσιωμένος στην καριέρα καθώς και στη ζωή έξω απ’ τους άγραφους νόμους, περνάει χρόνο και στα δυο σπίτια. Μπαίνει στο αυτοκίνητο και μετακινείται συχνά, άλλοτε μέσα στην πόλη κι άλλοτε έξω απ’ τη χώρα. Είναι απ’ τους άντρες που κανείς δεν πιστεύει ότι στα επαγγελματικά ταξίδια κοιμάται στα ξενοδοχεία απ’ τις δέκα και μισή το βράδυ. Η γυναίκα που βλέπει τον τελευταίο καιρό έχει συχνά επισκέψεις απ’ τη Ρωσία και κανονίζει οι αναχωρήσεις του απ’ τη Λιθουανία να συμπίπτουν με τις αφίξεις των συγγενών της ερωμένης. Φεύγει νωρίς απ’ το σπίτι κι η γυναίκα τον περιμένει στα όρια της παλιάς και της καινούργιας πόλης. Οδηγούν μαζί και πάντοτε παρκάρουν το αυτοκίνητο σε μια έκταση λίγο πριν φτάσουν στο αεροδρόμιο, όπου περνούν λίγο χρόνο μαζί.

Ύστερα, πηγαίνουν στο αεροδρόμιο. Οι αφίξεις κι οι αναχωρήσεις δεν βρίσκονται σε διαφορετικά επίπεδα όπως συνηθίζεται, αλλά σε εντελώς ξεχωριστά κτήρια. Ένα παλιό σταλινικό κτήριο χτισμένο από αιχμάλωτους πολέμου στεγάζει τις αφίξεις κι οι ταξιδιώτες που καταφτάνουν στο Βίλνιους νιώθουν πως εισχωρούν σε μια παρελθοντική εκδοχή της πόλης. Αντίθετα, οι αναχωρήσεις στεγάζονται σ’ ένα μοντέρνο κτήριο πενήντα μέτρα παραπέρα. Μπορεί η απομάκρυνση απ’ το Βίλνιους να είναι μια φυγή προς χώρες πιο μοντέρνες, όμως οι αφίξεις υπενθυμίζουν επίμονα την Ιστορία.

Το ζευγάρι χωρίζεται μπροστά στο σταθμό των λεωφορείων και στη χειραψία που ανταλλάσσουν, τα δάχτυλα του ενός γαργαλούν την παλάμη του άλλου. Έπειτα, η γυναίκα πηγαίνει αριστερά κι ο άντρας δεξιά. Σ’ αυτή τη μικρή απόσταση που κάνουν χωριστά συνειδητοποιούν πως αυτή η σχέση δύσκολα θα εξελιχθεί. Ένας ανηφορικός δρόμος χωρίζει τα κτήρια και τις πορείες τους. Ξέρουν πως η απότομη ανάπτυξη του Βίλνιους δημιουργεί ανισότητες, που εκφράζονται μέσα απ’ την πολεοδομία, αποτυπώνονται στις τιμές των αγαθών και δηλητηριάζουν τις κοινωνικές σχέσεις. Η πόλη μοιάζει ν’ αφήνει περιθώρια για μονότονες αφίξεις στο παρελθόν, όχι όμως για κοινές αναχωρήσεις προς το μέλλον.

Σε μια απόμερη πλευρά στο πάρκινγκ του αεροδρομίου, η σύζυγος του δικηγόρου ακουμπάει τα κυάλια στην αδειανή θέση του συνοδηγού και φοράει τα δερμάτινά της γάντια∙ στο πίσω κάθισμα το σκυλί γαβγίζει. Η σύζυγος έχει δει δεκάδες φορές αυτή τη χειραψία κι έχει καταλάβει τι σημαίνει. Έπειτα, βάζει μπροστά το αυτοκίνητο κι οδηγεί προς την εμπορική αρτηρία της πόλης, εκεί όπου οι βιτρίνες είναι λιτές λόγω ματαιοδοξίας και στο ταμείο στέκονται μόνο οι ευκατάστατοι. Αγοράζει πράγματα που δεν τα χρειάζεται, όμως η μοναχική της πορεία μοιάζει με διαδήλωση διαμαρτυρίας του ενός ατόμου. Στις πλουμιστές τσάντες κουβαλά ρούχα που δε θα φορέσει καθώς και την μελλοντική υπομονή που θα πρέπει να χτίσει. Συχνά, το χρήμα καλύπτει σε κάθε επίπεδο τις ατασθαλίες των εγγυητών του νόμου κι ό,τι απομένει είναι φωνές που δε δικαιώνονται και μοιάζουν με το γάβγισμα ενός σκυλιού στο χιόνι.

*Φωτογραφίες από το ταξίδι εδώ.

———————-

Διευθύνσεις

———————-

Διαμονή:
Comfort Hotel Rock’n’Roll Vilnius: Σε απόσταση δέκα λεπτών με τα πόδια απ’ την παλιά πόλη. 4 αστέρων ξενοδοχείο, όπου κάθε δωμάτιο είναι διακοσμημένο με σταρ της μουσικής. Δωρεάν χρήση του γυμναστηρίου στο ισόγειο. Εξαιρετικά φιλικό προσωπικό με χαλαρή διάθεση. Εύκολη πρόσβαση στο αεροδρόμιο, μόλις ένα τέταρτο με το λεωφορείο.

Φαγητό:
Zoe’s: στην οδό Odminių g. 3. Λιθουανική και σουηδική κουζίνα.
PJazz: στην οδό Vokiečių g. 24. Ιταλική κουζίνα και κοκτέηλ.
Sofa de Pancho: στην οδό Visų Šventųjų g. 5. Μεξικάνικη κουζίνα.

Καφέ:
Caif: στην οδό Pylimo g. 50.
Huracán: στην οδό Vokiečių g. 15.
Coffee Inn: σε διάφορα σημεία στην πόλη.

Πληροφορίες:
Vilnius Tourism: Ο τουριστικός οργανισμός της πόλης. Εξυπηρετικό προσωπικό, χάρτες και αρκετό υλικό για την περιήγηση στο Βίλνιους.
Οδός Λογοτεχνίας-Literatų gatvė: Art project στην καρδιά της παλιάς πόλης από την Egle Vertelkaite.