Μη φύγεις απ’ το Κισινάου ακόμα
Υπάρχουν πόλεις στις οποίες αναζητά κανείς μια ομορφιά αρχετυπική κι άλλες, όπου το ενδιαφέρον της πικρής ιστορικής εξέλιξης επισκιάζει το τοπίο. Εκείνο το παγωμένο πρωινό του Φλεβάρη, περιμένοντας στο αεροδρόμιο του Βερολίνου την επιβίβαση στην πτήση της Wizz Air με προορισμό το Κισινάου, τα χνώτα των επιβατών σηκώνονται στην αίθουσα σαν αναμνήσεις που ανακαλούνται. Κοιτούν όλοι το αεροπλάνο, η Wizz Air το έχει ντύσει σε ροζ και λευκό κι η καμπίνα είναι ζεστή και καθαρή. Το νεανικό πλήρωμα καλοσωρίζει τους επιβάτες κι ενημερώνει ότι η πτήση θα διαρκέσει κάτι λιγότερο από δυο ώρες. Η θερμοκρασία στο Κισινάου είναι -15 βαθμοί κι έχει μόλις χιονίσει.
Ευγενικά κορίτσια κι αγόρια ντυμένα με κομψές στολές σέρνουν τα καρότσια με το φαγητό. Είναι μια ήσυχη πτήση πάνω από μια επικράτεια που η πραγματική ταυτότητά της δεν θα αποκαλυφθεί παρά μόνο στο ταξίδι της επιστροφής. Οι περισσότεροι επιβάτες είναι Μολδαβοί, ελάχιστοι τουρίστες επισκέπτονται το Κισινάου αυτή την εποχή. Καθώς το αεροπλάνο πλησιάζει στην πόλη, μπορεί κανείς να δει μια συστάδα από χαμηλά σπίτια να περικυκλώνονται από πανύψηλες πολυκατοικίες. Έπειτα, το αεροπλάνο της WizzAir προσγειώνεται απαλά στο χιονισμένο Κισινάου.
Οι Μολδαβοί επιβάτες χειροκροτούν σαν να έχει συμβεί κάτι αξιοσημείωτο. Σκέφτομαι ύστερα τους Έλληνες επιβάτες που χειροκροτούν στις προσγειώσεις, τους Ιταλούς του Νότου που κάνουν το ίδιο. Όλες αυτές οι προσγειώσεις είναι επιστροφές σε πατρίδες που κάποτε υπέφεραν πολύ προτού τελικά λυγίσουν. Μοιάζει να υπάρχει τότε μόνο ένας τρόπος για να ξανασταθούν στα πόδια τους: η καχυποψία. Η υπάλληλος που αναλαμβάνει να μου σφραγίσει το διαβατήριο με πυρπολεί με ερωτήσεις διερευνητικές, τις απαντήσεις στις οποίες άλλοτε γνωρίζω («Πόσο θα μείνεις;») κι άλλοτε όχι («Γιατί ήρθες;»). Όταν τελικά ολοκληρώνεται αυτή η γραφειοκρατική συνέντευξη, η υπάλληλος μπερδεύεται και μου εύχεται «καλό ταξίδι». Αναγνωρίζει το λάθος της και χαμογελάει για πρώτη φορά. «Όχι, εντάξει», λέει, «μη φύγεις απ’ το Κισινάου ακόμα».
*
Δεν υπάρχει κανένας δρόμος στο Κισινάου που να βρίσκεται πολύ μακριά απ’ τη φτώχεια. Η είσοδος στην πόλη είναι στην πραγματικότητα ένα πέρασμα μέσα από συστάδες εργατικών πολυκατοικιών. Αποτρόπαια κτήρια με περισσότερους από είκοσι ορόφους εκτείνονται για εκατοντάδες μέτρα εκατέρωθεν της φαρδιάς λεωφόρου. Όλες τις επόμενες ημέρες προσπαθώ να περνάω έξω απ’ τις θηριώδεις αυτές πολυκατοικίες σε διαφορετικές ώρες προκειμένου να παρατηρήσω πώς εξελίσσεται η ζωή σ’ αυτές. Τα βράδια, τα πιο μεγάλα παράθυρα, αυτά που ανήκουν είτε στο σαλόνι είτε στην κουζίνα, φωτίζονται από ένα μοναδικό φως στο ταβάνι. Τα υπνοδωμάτια είναι σκοτεινά. Κοιτώντας από μακριά τις πολυκατοικίες, βλέπει κανείς μια κατακόρυφη στήλη φωτός που ενώνει όλες τις κουζίνες κι όλα τα σαλόνια. Είναι λες κι όλη η οικιακή ζωή στο Κισινάου αρχίζει και τελειώνει κάτω από ένα θαμπό φως οροφής.
Μπορεί κανείς να φανταστεί ως κέντρο της πόλης την περιοχή όπου τα σπίτια είναι χαμηλά, έχοντας έναν ή δύο ορόφους. Σ’ αυτή την περιοχή βρίσκονται τα περισσότερα καταστήματα, οι δημόσιες υπηρεσίες και τα μουσεία. Απέναντι απ’ το κτήριο της κυβέρνησης και πάνω στο μοναδικό μπουλβάρ της πόλης στέκεται η Αψίδα του Θριάμβου. Είναι ένα μνημείο που υμνεί την νίκη των Ρώσων έναντι των Τούρκων στον πόλεμο του 1828-29 και μαζί με το μνημείο του Μεγάλου Στέφαν, που βρίσκεται στο παραπλήσιο πάρκο και δίνει τ’ όνομά του και στο μπουλβάρ, προσδίδουν στην περιοχή μια ατμόσφαιρα ηρωική. Λίγα μέτρα παρακάτω, απέναντι απ’ το δημαρχείο, οι μικροπωλητές έχουν στήσει τους πάγκους τους έξω απ’ τα McDonalds και πωλούν μικροαντικείμενα και φυλαχτά.
Πολλά απ’ τα σπίτια είναι ρημαγμένα απ’ τον χρόνο και το κρύο, όμως όπως βλέπει κανείς τις χαμηλές τους σκέπες ν’ αχνίζουν καπνό απ’ τις καμινάδες αισθάνεται μια σχετική ζεστασιά. Οι κάτοικοι, ντυμένοι με χοντρά παλτά που τους κάνουν να μοιάζουν με ανθρώπινες πολυκατοικίες, έχουν μια τραχύτητα στους τρόπους δίχως να είναι αγενείς. Επιβιβάζονται κι αποβιβάζονται σε λεωφορεία, που περνούν τακτικά. Αξίζει πάντοτε να σταθεί κανείς σε μια στάση λεωφορείου προκειμένου να παρατηρήσει τις εκφράσεις των προσώπων και τους ρυθμούς της ζωής. Μεγάλα μελαγχολικά μάτια, αυλακωμένα πρόσωπα, ρούχα που η μόδα τους έχει παρέλθει και μια νωχελικότητα στις κινήσεις που προδίδει αργούς ρυθμούς ζωής. Μέσα απ’ αυτά τα πρόσωπα αποτιμά κανείς το ιστορικό βάρος. Η Άνοιξη δεν έχει έρθει ακόμα εδώ: το Κισινάου θυμίζει μια πόλη που βγήκε από μακροχρόνιο πόλεμο με αξιοπρέπεια.
*
Το Εθνικό κι Αρχαιολογικό Μουσείο του Κισινάου στεγάζεται σ’ ένα κτήριο που εσωτερικά θυμίζει μαυσωλείο. Διαθέτει δεκάδες χιλιάδες εκθέματα που σχετίζονται με την ζωή της Μολδαβίας κι οι αίθουσες είναι αχανείς, σαν διάδρομοι αεροδρομίου. Φαίνεται πως εργάζονται μόνο γυναίκες στο μουσείο κι εκείνο το παγωμένο πρωινό είμαι ο μοναδικός επισκέπτης. Οι γυναίκες μοιάζουν να με παραδίδουν η μια στην άλλη, για λόγους ασφαλείας. Αισθάνομαι ότι το κρύο μέσα στο μουσείο είναι περισσότερο δριμύ ακόμα κι απ’ αυτό που επικρατεί στην πόλη, οι εργαζόμενες είναι όλες ντυμένες με παλτά και στέκονται διακριτικά στην άκρη.
Κάθε φορά που επιχειρώ να μπω σε μια άλλη αίθουσα, μια απ’ τις εργαζόμενες ανοίγει το βήμα της. Τρέχει προς την πόρτα πρώτη και ψάχνει μηχανικά τους διακόπτες του ρεύματος. Ανάβει τα φώτα κι αφού μου ζητάει το εισιτήριο, μου κάνει νόημα να περάσω. Περιπλανιέμαι για λίγη ώρα στην αίθουσα κι όταν βγαίνω, η γυναίκα σβήνει τα φώτα, κλείνει την πόρτα και κάθεται στην καρέκλα της. Αυτό επαναλαμβάνεται συνεχώς κι αυτές οι μεσήλικες γυναίκες που αλωνίζουν από διακόπτη σε διακόπτη και ξαποσταίνουν σε παγωμένες καρέκλες μοιάζουν με ανθρώπινα φωτοκύτταρα, που ασχολούνται περισσότερο με την εξοικονόμηση του ηλεκτρικού ρεύματος παρά με την Ιστορία της χώρας. Αυτή η Ιστορία, η οποία εκτείθεται μπροστά στα μάτια τους, ίσως μια μέρα τις συμπεριλάβει στις σελίδες της ως μάρτυρες μιας μεταβατικής εποχής.
*
Η Κρικόβα είναι ένας μικρός οικισμός έξω απ’ το Κισινάου, που φιλοξένει μια υπόγεια πόλη κρασιού. Εκτείνεται για περισσότερα από εκατόν είκοσι χιλιόμετρα και για να την επισκεφθεί κάποιος χρειάζεται υποχρεωτικά ξεναγό, προκειμένου να μη χαθεί στους λαβυρινθώδεις δρόμους της, όπως χάθηκε κάποτε ο αστροναύτης Γιούρι Γκαγκάριν. Οι επισκέπτες κάθονται σ’ ένα τουριστικό τρενάκι και κατηφορίζουν σταδιακά σε βάθος εκατό μέτρων. Υπάρχουν δρόμοι γεμάτοι χιλιάδες βαρέλια κρασιού καθώς και κάποια δωμάτια με παραδοσιακή διακόσμηση, όπου μπορεί να δοκιμάσει κανείς τοπικά κρασιά.
Σε μια απ’ τις πιο πολυτελείς αίθουσες, βρίσκεται η Εθνική Αποθήκη Κρασιού. Εκεί, εύποροι Μολδαβοί αλλά και αρχηγοί κρατών φυλάσσουν τα αποθέματα κρασιού τους. Κάθε στοίβα κουβαλάει πάνω της τούφες από χνούδια: η σκόνη δεν καθαρίζεται ποτέ επειδή προστατεύει το κρασί απ’ το φως. Σε μια άκρη, στέκει μόνο του ένα σκονισμένο μπουκάλι: είναι ένα Jerusalem του 1902, το τελευταίο που υπάρχει πια στον κόσμο κι η αξία του υπερβαίνει το μισό εκατομμύριο ευρώ.
*
Κάτι κουρασμένοι οργανοπαίχτες ξαποσταίνουν μετά από κάθε τραγούδι για περίπου ένα δεκάλεπτο. Το La Taifas είναι ένα υπόγειο εστιατόριο στο κέντρο του Κισινάου που υπόσχεται μια εμπειρία αυθεντική. Εδώ δεν υπάρχουν νεαρά γκαρσόνια, όλοι οι υπάλληλοι είναι μεσήλικες με προσεχτικά στρωμένα μαλλιά και λευκά πουκάμισα. Στην είσοδο, ένας ηλικιωμένος άντρας ζητάει τα πανωφόρια των πελατών. Είναι μια φιγούρα που έχει γεράσει μέσα σ’ αυτή την πρόχειρη γκαρνταρόμπα και κερνάει κρασί σε πήλινα ποτήρια. «Αν δεν το πιείτε δεν θα μπείτε στο εστιατόριο», λέει μισά σοβαρά μισά αστεία, «είναι μολδαβική παράδοση».
Οι οργανοπαίχτες κάθονται στο πρώτο τραπέζι. Έχουν απλώσει κιθάρες και βιολιά στα καθίσματα κι έχουν συνδεθεί με τα τάμπλετ τους στο Ίντερνετ σε αναζήτηση τραγουδιών. Το ρεπερτόριο είναι δυτική ροκ και ποπ περασμένων δεκαετιών, κι όταν νιώθουν έτοιμοι, αφήνουν τα τάμπλετ και σηκώνονται όρθιοι. Παίζουν ένα τραγούδι συμπαθητικά εκτελεσμένο και κάθονται ξανά κάτω.
Το τζάκι καίει με ένταση, οι -18 βαθμοί εκείνης της νύχτας δεν είναι εύκολο ν’ αντιμετωπιστούν. Καθότι οι παραγγελίες αργούν και το κάπνισμα απαγορεύεται στο εστιατόριο, σηκώνομαι δυο τρεις φορές για να βγω έξω και να καπνίσω. Περνάω απ’ την γκαρνταρόμπα για να πάρω το παλτό μου και βλέπω κάθε φορά έναν άντρα να κάθεται πλάι στο καλοριφέρ και να ζεσταίνει τα χέρια του. Με το που με βλέπει, τινάζεται σαν ελατήριο και παίρνει το φτυάρι του. Ξεφτυαρίζει κάθε φορά με προσοχή το χιόνι απ’ τα σκαλοπάτια του υπόγειου εστιατορίου κι ύστερα μου κάνει νόημα ν’ ανέβω. Όση ώρα καπνίζω, στέκεται παράμερα κάτω από μια λάμπα του ηλεκτρικού και κοιτάζει κάπου μακριά, ξεφυσώντας παγωμένο αέρα μέσα στις παλάμες του. Όταν πετάω το τσιγάρο και κάνω κίνηση να κατέβω, τρέχει πάλι να ξεφτυαρίσει το χιόνι, κι αυτό το κάνει όλο το βράδυ, για κάθε πελάτη. Είναι μια άχαρη δουλειά που ελάχιστα γεμίζει την τσέπη του κι οι μόνες διακοπές που του προσφέρονται είναι να πηγαίνει πλάι στο καλοριφέρ, στις παρυφές της γκαρνταρόμπας, και να ζεσταίνει τα χέρια του.
*
Στις έξι το πρωί, ο δρόμος που οδηγεί στο αεροδρόμιο είναι έρημος και παγωμένος. Ένα-δυο ανοιχτά βενζινάδικα είναι το μοναδικό φως που βλέπει κανείς μέσα στη νύχτα. Είναι το πιο κρύο ξημέρωμα που έχω ζήσει και σέρνω μετά βίας μια μικρή χειραποσκευή στο χιόνι, με τη θερμοκρασία στους -23 βαθμούς. Νομίζω ότι δεν θα κατορθώσω να διανύσω αυτά τα εκατό μέτρα, αλλά όταν τελικά μπαίνω στο αεροδρόμιο αγοράζω έναν ζεστό καφέ με τα τελευταία τριάντα λέι που έχω στην τσέπη μου και κάθομαι πλάι στο καλοριφέρ, όπως εκείνος ο άνθρωπος που ξεφτυάριζε τα σκαλιά στο εστιατόριο.
Έπειτα, ένας βλοσυρός φρουρός σφραγίζει το διαβατήριό μου δίχως να μου κάνει την παραμικρή ερώτηση και προχωρώ προς την αίθουσα αναμονής. Κοιτάζω το αεροπλάνο της Wizz Air που περιμένει αστραφτερό πάνω στον παγωμένο διάδρομο. Περιμένω άκεφος την επιβίβαση. Ποτέ δεν θέλω να τελειώνουν τα ταξίδια και να επιστρέφω στην καθημερινότητα του σούπερ-μάρκετ, των λογαριασμών και των γειτόνων.
Λίγη ώρα αργότερα, το αεροπλάνο απογειώνεται μέσα σ’ ένα μπλε απόκοσμο φως. Κοιτάζω απ’ το παράθυρο ό,τι έχει απομείνει να δει κανείς απ’ το Κισινάου. Οι εργατικές πολυκατοικίες έχουν μόλις ξυπνήσει, τα χαμηλά σπίτια δεν έχουν ακόμα φως. Σύντομα, η πόλη σβήνεται απ’ το τοπίο κι απομένουν εκτάσεις αγροτικές. Όλα αυτά τα χωράφια με τις βαθιές αυλακώσεις και το λευκό πέπλο χιονιού είναι στην πραγματικότητα ζωγραφισμένα πρόσωπα που περιμένουν σε μια στάση λεωφορείου. Κανείς δεν ξέρει αν θα κατορθώσουν ποτέ να φύγουν απ’ το Κισινάου.
“Η Wizz Air είναι η μεγαλύτερη low-cost αεροπορική εταιρεία της Κεντρικής κι Ανατολικής Ευρώπης, με στόλο 90 Airbus A320 και Α321, προσφέροντας περισσότερα από 600 δρομολόγια από 28 βάσεις κι ενώνοντας 145 προορισμούς σε 44 χώρες. Η Wizz Air προσφέρει 18 δρομολόγια σε 9 χώρες από την Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων των νέων πτήσεων απ’ την Αθήνα σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες όπως η Βουδαπέστη, το Βουκουρέστι, το Κισινάου, το Λονδίνο κι η Σόφια. Οι τιμές των πτήσεων απ’ την Ελλάδα ξεκινούν απ’ τα 9,99 ευρώ.”
Μικρός ταξιδιωτικός οδηγός για το Κισινάου
Ξενοδοχεία:
Regency Hotel: Ξενοδοχείο 4 αστέρων που βρίσκεται κυριολεκτικά στην καρδιά της πόλης, κοντά σε όλα τα σημαντικά αξιοθέατα. Το κτήριο είναι καινούργιο (χτίστηκε το 2012) και τα δωμάτια καθαρά. Πολύ εξυπηρετική ρεσεψιόν κι ευρύχωρη αίθουσα πρωινού με ποικιλία σε ζεστά και κρύα πιάτα. Ο Μολδαβός διευθυντής του ξενοδοχείου μιλάει άπταιστα έλληνικα, καθώς έχει σπουδάσει στην Ελλάδα. Παρέχεται επίσης πλήρως εξοπλισμένη αίθουσα συνεδρίων για 100 άτομα. Δωρεάν wi-fi.
Thomas Albert Hotel: Ίσως το πιο καινούργιο ξενοδοχείο στο Κισινάου, χτισμένο το 2016, λίγα λεπτά με τα πόδια απ’ το κέντρο της πόλης. Μοντέρνα διακοσμημένα δωμάτια με εξαιρετική θέρμανση. Πολύ καλό πρωινό στο ισόγειο. Φιλική ρεσεψιόν με εξαιρετικές προτάσεις. Στο ξενοδοχείο λειτουργεί επίσης wine bar, όπου μπορεί να δοκιμάσει κανείς πληθώρα τοπικών κρασιών. Γυμναστήριο και σάουνα παρέχονται δωρεάν στους επισκέπτες. Αίθουσα συνεδρίων για 50 άτομα. Δωρεάν wi-fi.
Φαγητό:
Propaganda: Μολδαβική κουζίνα και γεύσεις απ’ την παλιά Σοβιετική Ένωση στο πιο ατμοσφαιρικό καφέ-εστιατόριο του Κισινάου. Λογικές τιμές και χαλαρή διάθεση, στην καρδιά της πόλης. Strada A. Șciusev 70.
La Placinte: Αλυσίδα εστιατορίων με έντεκα καταστήματα στο Κισινάου. Εξαιρετικό φαγητό σε πολύ χαμηλές τιμές και στυλ νεανικό. Ενδεικτική διεύθυνση: Bulevardul Iuri Gagarin 5/3.
Chianti: Πολυτελές καφέ-μπαρ-εστιατόριο στο κέντρο της πόλης. Μεγάλη ποικιλία σε φαγητό και ποτό. Strada Mihai Eminescu 50.
La Taifas: Μολδαβική κουζίνα. Εστιατόριο με παραδοσιακή διακόσμηση και φιλικό σέρβις. Strada Bucuresti 67.
Gastrobar: Wine bar με μεγάλη ποικιλία σε τοπικά κρασιά. Αρκετά πιάτα για φαγητό. Strada Alexandru Bernardazzi 66.