Ημέρες με λιακάδα στην καρδιά του χειμώνα. Ένα προμήνυμα για την άνοιξη που θα ‘ρθει με χρώματα θριαμβευτικά. Η πόλη απολαμβάνει τον ήλιο εξαιτίας ενός πουλιού που ζει μακριά της.

Νερατζιές ανθισμένες και ακακίες ντυμένες με τ’ ομορφότερο κίτρινο των ζωγράφων. Περίπατοι μοναχικοί μέσα στο φως των Αλκυονίδων. Δυο άνθρωποι που χάθηκαν και οι θεοί τους μεταμόρφωσαν σε αλκυόνες για να τους κρατήσουν στον κόσμο αργότερα, οι ίδιοι οι θεοί, χάθηκαν κι αυτοί. Μέσα στο Γενάρη δόθηκε στις αλκυόνες να γεννούν, δεκαπέντε πρωινά που αμφισβητούν το χειμώνα.

Διάθεση ευφορική στα πρόσωπα και προετοιμασία για μια αναγέννηση που σίγουρα θα έρθει. Απαριθμεί κανείς τι θέλει να διώξει μακριά. Λέει, ένα η κρίση, δύο τα προβλήματα μετά, σαν ένα φαινόμενο ηλιοτροπισμού, τα κεφάλια γέρνουν προς τον ήλιο και κλείνουν τα μάτια.

Το αττικό φως και οι γεωμετρικές σκιές του. Περνάει κανείς απ’ το σκοτάδι στο φως μ’ ένα μόνο βήμα. Ένας λαός αμφίθυμος χαράζει πορείες ανάμεσα στο λευκό και το μαύρο. Ανάμεσα σε νερατζιές και ακακίες. Δε βλέπει ποτέ τις αλκυόνες και τις μπλε ράχες τους. Υπομένει, όμως, το χειμώνα, χάρη σ’ αυτά τα δεκαπέντε πρωινά της λιακάδας και της ελπίδας.

 

*Η φωτογραφία της Αλκυόνης είναι του Andreas Trepte ( http://www.photo-natur.de/ ).