Την Παρασκεύη 16 Οκτωβρίου 2015 βρέθηκα στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Φρανκφούρτης, προσκεκλημένος από το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού για την εκδήλωση “New Voices from Greece”. Η συζήτηση κινήθηκε σε τρεις άξονες: 1) Ποιες οι ευκολίες και ποιες οι δυσκολίες τού να είσαι Έλληνας συγγραφέας σήμερα; 2) Ποια η γνώμη σας για την ελληνική λογοτεχνία και γιατί δεν μεταφράζεται; 3) Είναι η κρίση μια επικίνδυνη ταμπέλα για την ελληνική λογοτεχνία ή θα μπορούσε να λειτουργήσει υπέρ μας; 
  Στο παρακάτω κείμενο, το οποίο είναι χωρισμένο σε τρεις ενότητες, μπορείτε να διαβάσετε τις τοποθετήσεις μου στα ισάριθμα θέματα της συζήτησης.

*

Δεν είναι εύκολο να είσαι Έλληνας συγγραφέας σήμερα –στην πραγματικότητα, ποτέ δεν ήταν εύκολο.

Θα έλεγα ότι οι Έλληνες συγγραφείς απόλαυσαν τα προνόμια που απόλαυσε η ελληνική κοινωνία τα τελευταία 30-40 χρόνια. Η άνοδος του βιοτικού επιπέδου έκανε εφικτή την εμφάνιση μιας λέξης στην καθημερινότητά μας. Η λέξη αυτή ήταν η πρόσβαση: οι Έλληνες συγγραφείς απέκτησαν πρόσβαση στην εκδοτική βιομηχανία και μπόρεσαν να εκδώσουν πιο εύκολα τα βιβλία τους. Επιπλέον, απέκτησαν πρόσβαση σε ξενόγλωσσα βιβλία και σε εκδότες στο εξωτερικό, ενώ επίσης μπορούσαν να ταξιδέψουν ευκολότερα ή ακόμα και να ζήσουν σε άλλες χώρες. Βρίσκω τους παραπάνω παράγοντες ιδιαίτερα σημαντικούς επειδή ο συγγραφέας είναι μια πολύπλοκη προσωπικότητα, που βρίσκεται πάντοτε στην αναζήτηση εμπειριών, εντυπώσεων και έμπνευσης. Αναμφίβολα, όλα αυτά τα προνόμια της πρόσβασης βοήθησαν τους Έλληνες συγγραφείς να διευρύνουν τους ορίζοντές τους και να γράψουν βιβλία τα οποία ίσως για πρώτη φορά έμοιαζαν εξωστρεφή. Με άλλα λόγια, γράφτηκαν βιβλία που δεν εξερευνούσαν μόνο την ελληνική ταυτότητα, αλλά και την ευρωπαϊκή.

Από την άλλη πλευρά, όλα αυτά τα χρόνια της ευημερίας δεν κεφαλαιοποιήθηκαν κοινωνικά κι η σημασία του συγγραφέα για την κοινωνία δεν επισημάνθηκε ποτέ επαρκώς. Για παράδειγμα, ο Έλληνας συγγραφέας δεν μπορεί να ελπίζει ούτε σε κοινωνική ασφάλιση ούτε σε σύνταξη με βάση το επάγγελμά του κι όντας μια κακοπληρωμένη απασχόληση θα πρέπει να βρει άλλους τρόπους για να επιβιώσει. Εδώ, φυσικά, κάποιος θα μπορούσε να επιχειρηματολογήσει ότι αυτοί οι άλλοι τρόποι επιβίωσης αποτελούν υλικό για τα βιβλία του και για την έμπνευσή του. Μολονότι αυτό εμπεριέχει μια δόση αλήθειας, δεν παύει να είναι μια ρομαντική άποψη, η οποία δε συμβαδίζει με τον σύγχρονο κόσμο, αλλά μάλλον με μια παλιά εικόνα για τον συγγραφέα. Η σκληρή πραγματικότητα είναι ότι η διαρκής ενασχόληση με άσχετες δραστηριότητες αποσυντονίζει τον συγγραφέα, τον απομακρύνει απ’ το στόχο του και τον κάνει λιγότερο παραγωγικό.

Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια, η κρίση πήρε μαζί της όλα τα πλεονεκτήματα κι έκανε τις δυσκολίες ακόμα χειρότερες. Θα έλεγα λοιπόν, ότι δε θα είναι ποτέ εύκολο να είσαι συγγραφέας απ’ την Ελλάδα –αλλά αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι θα πρέπει να σταματήσουμε να γράφουμε.

*

  Πιστεύω ότι η ελληνική λογοτεχνία έχει κάνει αρκετά βήματα μπροστά τα τελευταία χρόνια καθώς εμφανίστηκαν νέες κι ενδιαφέρουσες φωνές. Όμως, η εξέλιξη ενός έθνους στο χώρο της λογοτεχνίας είναι μια διαδικασία αργή κι επομένως δεν μπορούμε να περιμένουμε θαύματα ή αριστουργήματα μέσα σε λίγες μόνο δεκαετίες. Υπάρχουν ταλαντούχοι συγγραφείς στην Ελλάδα, οι οποίοι ωστόσο χρειάζονται τόσο το χρόνο όσο και τα μέσα προκειμένου να επικεντρωθούν στο έργο τους και να εξελιχθούν. Επομένως, θα έλεγα ότι η λογοτεχνία μας ίσως να μη βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο που βρίσκεται η λογοτεχνία άλλων χωρών, βρισκόμαστε όμως στο σωστό μονοπάτι. Αν αυτό το συνδυάσουμε με το γεγονός ότι, παρά την ιστορική της σημασία καθώς και τον πολιτιστικό της αντίκτυπο, η ελληνική γλώσσα είναι η γλώσσα μιας μικρής χώρας που μιλιέται από λίγα εκατομμύρια ανθρώπους, τότε μπορούμε να καταλάβουμε αφενός γιατί τα ελληνικά βιβλία δε μεταφράζονται αλλά και πόσο δύσκολο είναι να επικεντρωθεί το διεθνές ενδιαφέρον σ’ έναν Έλληνα συγγραφέα.

Στο σημείο αυτό, θα πρέπει φυσικά ν’ αναφερθούμε και στο ρόλο του κράτους. Καμία συζήτηση περί εθνικής λογοτεχνίας δεν είναι δυνατό ν’ αγνοεί το ρόλο του κράτους. Η Ελλάδα χρειάζεται μια ενιαία εθνική πολιτική βιβλίου που θα της εξασφαλίζει διαρκή παρουσία σε εκθέσεις καθώς και πόρους για μεταφράσεις της εγχώριας βιβλιοπαραγωγής στο εξωτερικό. Αυτό που είναι σημαντικό, είναι η ανάγκη μιας εθνικής στρατηγικής η οποία θα παραμένει ανεπηρέαστη από τις κυβερνήσεις και την εκάστοτε πολιτική κατάσταση, ένα συμπαγές πλάνο που θα παραμένει άθικτο μακροχρόνια και το οποίο θα πρέπει ν’ αναθεωρείται μόνο αν πρόκειται να εμπλουτιστεί.

*

  Δεν πιστεύω πως θα πρέπει να φοβόμαστε ότι η οικονομική κρίση θα μολύνει κατά κάποιο τρόπο την ελληνική λογοτεχνία. Είναι βέβαιο, πως ένα πολύ μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας υποφέρει εξαιτίας της κρίσης, όμως, για έναν συγγραφέα η κρίση προσφέρει ένα μοναδικό πεδίο εξερεύνησης. Μπορούμε να στοχαστούμε πάνω σε διάφορα θέματα, μπορούμε για παράδειγμα ν’ αμφισβητήσουμε το παρελθόν μας, μπορούμε επίσης να σκεφτούμε (ή ακόμα και να ονειρευτούμε) το μέλλον μας. Στην ουσία της, η κρίση είναι τελικά ένα ερώτημα περί ταυτότητας –και το ερώτημα της ταυτότητας είναι απ’ τους ακρογωνιαίους λίθους της λογοτεχνίας γενικότερα.

Ο μοναδικός κίνδυνος που βλέπω για την ελληνική λογοτεχνία, είναι να επηρεαστεί η αντίληψη μας για την κρίση λόγω του τρόπου παρουσίασής της από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Μ’ αυτό, εννοώ ότι θα ήταν κρίμα η λογοτεχνία που γράφεται αυτή την εποχή ν’ ασχοληθεί με την κρίση μόνο μέσα απ’ το πρίσμα του πόνου και των βασάνων. Για να μην παρεξηγηθώ: ο συλλογικός πόνος είναι το χειρότερο πράγμα που μπορεί να συμβεί σ’ έναν πληθυσμό –κι έχω πλήρη επίγνωση τού τι σημαίνει αυτό.  Όμως, αυτό που λέω εδώ, είναι ότι εμείς, ως Έλληνες συγγραφείς, θα πρέπει να εξερευνήσουμε άλλες πτυχές, θα πρέπει να επισημάνουμε άλλα στοιχεία. Θα μπορούσαμε για παράδειγμα να προσφέρουμε ένα όραμα για το πώς θα μοιάζει η Ελλάδα κι η Ευρώπη μετά την κρίση ή να προτείνουμε μέσα απ’ τα βιβλία μας ιδέες για το πώς θα βγούμε επιτέλους απ’ την κρίση. Ο συγγραφέας, θα πρέπει να μείνει ανεπηρέαστος απ’ τη μαζική ενημέρωση, θα πρέπει να εντρυφήσει επαρκώς και να σμιλέψει την προσωπική του άποψη. Ακόμα, θα πρέπει να παραμένει ανεξάρτητος κι όχι να λειτουργεί ως το ανεπίσημο γραφείο τύπου του κράτους. Αυτό που ο αναγνώστης περιμένει απ’ τον συγγραφέα, αλλά κι αυτό που οφείλει ο συγγραφέας στον αναγνώστη, είναι φρέσκα κείμενα με πρωτότυπες προεκτάσεις τόσο για τα μικρά όσο και για τα μεγάλα θέματα –κι επί του παρόντος, η κρίση είναι το μεγαλύτερο θέμα όλων.