Η Αποζημίωση ήταν το πρώτο κείμενο που έγραψα στο Βερολίνο. Ολοκληρώθηκε στα τέλη Μαρτίου του 2010 και δημοσιεύθηκε δυόμιση χρόνια αργότερα, τον Δεκέμβριο του 2012, στο μαλτέζικο περιοδικό Schlock, στα αγγλικά. Μολονότι θα μπορούσα σήμερα να κάνω αρκετές διορθώσεις, προτίμησα να μην αλλάξω τίποτα προκειμένου να διατηρήσω τη φρεσκάδα του διηγήματος αλλά και τον εξωτισμό που αναζητούσα τότε σε μια καινούργια πόλη. Η κατανόηση του Βερολίνου μοιάζει μάλλον ελλιπής και το βάρος πέφτει στην καθημερινότητα σχετικά ανέμελων χαρακτήρων. Διαβάζοντάς το, νιώθω να επιστρέφω στην εισαγωγική μου περίοδο στο Βερολίνο, μια εποχή κατά την οποία η οικονομική κρίση δεν είχε ακόμα χτυπήσει την Ελλάδα.

Το μόνο που έκανα εκείνους τους πρώτους μήνες στο Βερολίνο ήταν να εξερευνώ την πόλη και να καταγράφω όσα παρατηρούσα. Παράλληλα, έκανα τις τελευταίες διορθώσεις στον Ατμό, το δεύτερό μου μυθιστόρημα, το οποίο θα εκδιδόταν τον Σεπτέμβριο του 2010 από τα Ελληνικά Γράμματα. Είχα χρειαστεί πάνω από τρία χρόνια για να γράψω τον Ατμό (τέλη 2005-αρχές 2009) κι ανυπομονούσα για την έκδοσή του. Όταν τον Αύγουστο του 2010 με ειδοποίησαν ότι τα Ελληνικά Γράμματα κλείνουν, κατάλαβα για πρώτη φόρα ότι η Ελλάδα που ήξερα είχε τελειώσει.

Ο Ατμός (εκδ. Κέδρος), όπως και Η Αποζημίωση, εκδόθηκε δυόμιση χρόνια μετά την ολοκλήρωσή του, τον Μάιο του 2011. Μολονότι η φόρμα, η μορφή και η θεματική των δύο κειμένων είναι εντελώς διαφορετική, στο μυαλό μου είναι πάντοτε συνδεδεμένα. Σηματοδοτούν τη μετάβαση από τη μια πόλη στην άλλη καθώς και το πέρασμα από μια περίοδο σχετικής κοινωνικής ευημερίας στα μίζερα χρόνια της κρίσης. Στο τέλος κάθε ατομικής μου αναζήτησης απομένουν μέσα μου δυο τίτλοι: ο Ατμός κι η Αποζημίωση. Αναρωτιέμαι αν όλα γύρω μας σύντομα θα εξατμιστούν ή αν θα υπάρξει κάποιου τύπου αποζημίωση για τα όσα ζούμε.

—————————————————————

Η Αποζημίωση

Άνθρωποι σαν τον Ντορν μοιάζουν εγκλωβισμένοι λίγο κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων. Χωρίς ποτέ κάποια πτυχή του χαρακτήρα τους να έχει τραυματιστεί ανεπανόρθωτα, στέκονται από επιλογή στις παρυφές της ζωής και λειτουργούν σαν περισκόπια. Οι μέρες τους ταυτίζονται συνήθως μ’ έναν χώρο και επιπλέουν εκεί σαν υποβρύχια σε άνυδρο τοπίο.

Πολύ πριν σβήσουν τα φώτα του δρόμου για ακόμα ένα ξημέρωμα, ο Ντορν παίρνει το δρόμο για το μανάβικο. Η μέρα είναι άγουρη ακόμα, λιγοστός κόσμος μπαινοβγαίνει νυσταγμένος στο σταθμό Sophie-Charlotte-Platz κι ο ήχος της σιδερένιας πόρτας του μανάβικου λειτουργεί σαν ξυπνητήρι για τη γειτονιά. Ο Ντορν ρίχνει μια κλεφτή ματιά στην επιγραφή πάνω από την είσοδο, Lebensmittel γράφει, και είναι στολισμένη από μια ομάδα χαρούμενων φρούτων σε ανθρώπινες πόζες.

Τακτοποιεί τα φρούτα και τα λαχανικά στα καφάσια και αναγράφει τις τιμές της ημέρας. Είναι πολλοί αυτοί που σταματούν πριν τη δουλειά για ένα μήλο ή ένα πορτοκάλι. Ο Ντορν παρατηρεί τους ανθρώπους σαν να πρόκειται για τροπικά πουλιά. Οι Βερολινέζοι κοιτάζουν πάντοτε τα φρούτα με απορία, τα περιστρέφουν στα χέρια τους σαν υδρόγειες σφαίρες και στα μάτια τους διακρίνει ένα θαυμασμό σχετικά με την απόσταση που διένυσαν τα φρούτα μέχρι να φτάσουν ως αυτούς. Χάρη στην εμπειρία του έχει μάθει να τους ξεχωρίζει από τους Μεσόγειους πελάτες, που τα επεξεργάζονται με καχυποψία μήπως είναι σάπια, ή από τους Ασιάτες που αναζητούν κάποιο μυστικό περιμετρικά της φλούδας.

Γύρω στο μεσημέρι, ο Ντορν ετοιμάζεται να υποδεχτεί τον γερο-Φινς, που μένει πάνω από το μανάβικο. Κατεβαίνει κρατώντας παραμάσχαλα ένα ξύλινο κουτί από σοκολατάκια, που μέσα του έχει στοιβάξει τα προσωπικά του είδη ξυρίσματος. Όταν καβαντζάρισε τα ογδόντα, ο Φινς αποφάσισε να προσφέρει μια πολυτέλεια στον εαυτό του: να μην ξυρίζεται μόνος του. Κάθε μεσημέρι, ο Ντορν απλώνει αφρό στα μάγουλα τού Φινς και μ’ ένα ξυράφι που ζεματάει θερίζει τις σκόρπιες τρίχες.

«Ωραίος καιρός, ε Ντορν;» Για τον Φινς, είτε χιονίζει είτε έχει καύσωνα, ο καιρός είναι ωραίος.

«Πράγματι, ωραίος καιρός, κύριε Φινς».

«Από τότε που ήρθε η κρίση, ο καιρός είναι πάντοτε καλός. Είναι η αποζημίωση της φύσης για τη δυστυχία των ανθρώπων».

«Μπορεί και να είναι έτσι».

«Σίγουρα είναι έτσι. Μπορείς να καταλάβεις την κρίση από τις τιμές των φρούτων. Θυμάμαι ότι στον Πόλεμο, ακρίβυναν τα λαχανικά 20 φένιγκ σε μια βδομάδα…»

Το μυαλό του γέρο-Φινς έχει κολλήσει στην κρίση και οτιδήποτε συμβαίνει γύρω του είναι απόρροιά της. Αν ο Ντορν εξακολουθεί να τον ξυρίζει, είναι επειδή ο Φινς έχει μια κόρη στην ηλικία του. Περνάει πάντοτε μετά τη δουλειά για δει τον πατέρα της -κι ο Ντορν γύρω στο απόγευμα χτενίζεται μπροστά από μια τσίγγινη κούπα καφέ που κάνει το κεφάλι του να μοιάζει με μελιτζάνα. Όταν ακούει τα τακούνια της, πηγαίνει στην είσοδο και βγάζει μόνο το κεφάλι του έξω. Η Γιασμίν προχωράει βιαστικά, του χαμογελάει φευγαλέα κι αυτό είναι όλο. «Πες της να βγείτε!», ακούει μια φωνή να του λέει.

Μέσα από το κλουβί του, ο Τετέ κουνάει ανεπαίσθητα το ράμφος του. Είναι ένας παπαγάλος ντυμένος στα χρώματα του ουράνιου τόξου -ο Ντορν τον έχει φέρει από την Νέα Γουινέα χρόνια πριν, όταν ακόμα δούλευε σαν ναυτικός. Είχε προσγειωθεί στο κεφάλι του κοντά στην θάλασσα του Μπίσμαρκ και είχε αρχίσει να μιλάει σε κάποια ακατάληπτη διάλεκτο. Θυμάται ότι έλεγε διαρκώς «τετέ», που -όπως αργότερα έμαθε- στη γλώσσα Τοκ Πισίν σημαίνει «σήμερα».

«Δεν μπορώ, Τετέ».

«Ηλίθιε, ηλίθιε», του λέει πάντα. «Αχ και να ‘μουν άνθρωπος».

Ο Τετέ δείχνει μια απρόσμενη ευχέρεια στη συνεννόηση και το λεξιλόγιό του διαρκώς επεκτείνεται. Τις μέρες που η παλιά ταμειακή μηχανή του μανάβικου στεγνώνει από μελάνι, ο Τετέ κάνει τις προσθέσεις και αναγγέλει τις τελικές τιμές, χωρίζοντας τα ευρώ από τις δεκάρες μ’ ένα τίναγμα του ράμφους που μοιάζει με υποδιαστολή. Κι όταν τα βράδια κουρνιάζει κουρασμένος, ο Ντορν τον τοποθετεί στο κεφάλι του σε ανάμνηση εκείνης της πρώτης φοράς που συναντήθηκαν –και το γέρικο πουλί γίνεται τότε μια προέκταση του κεφαλιού του, ένα πραγματικό περισκόπιο.

Λίγο πριν κλείσει το μανάβικο, ο Ντορν αφήνει τον Τετέ να πετάξει. Εκείνος, μετά από μερικές ελλειπτικές βόλτες, ξαποσταίνει στην πινακίδα που γράφει Bismarckstraße και ο Ντορν συχνά απορεί αν το πουλί ξέρει να διαβάζει ή αν με το να κάθεται πάνω στο όνομα Μπίσμαρκ νιώθει ότι επιστρέφει στα ανοιχτά της Νέας Γουινέας. Χωρίς ποτέ να παίρνει απάντηση από τον Τετέ, κλείνει την σιδερένια πόρτα και ανηφορίζει την Schloßstraße.

Είναι μια παλιά βασιλική αλέα, όπου οι κάτοικοι της γειτονιάς συναντιούνται για να παίξουν μπότσια κάτω από δέντρα που γέρνουν σαν κασκέτα. Μολονότι ο Ντορν περνάει τις μέρες του ανάμεσα σε σφαιρικά φρούτα, στην μπότσια είναι ανεπίδεκτος. Δεν έχει καταφέρει ποτέ του να κερδίσει. Παρόλα αυτά, εξακολουθεί να παίζει, κυρίως επειδή πολλοί από τους παίκτες τρώνε φρούτα αγορασμένα από το μανάβικό του. Ακόμα κι όταν η νύχτα πέφτει και το παλάτι στο τέλος του δρόμου λούζεται στο φως, οι ασημένιες μπάλες του παιχνιδιού εξακολουθούν να κυλάνε και να συγκρούονται –και στ’ αυτιά του Ντορν, η ηχώ τους μοιάζει με το επιστέγασμα της συναναστροφής.

Ο Ντορν είναι συνήθως ο πρώτος που αποχωρεί. Περπατάει μέχρι την πάροδο με το όνομα του παλιού δημάρχου και σκαρφαλώνει στον τελευταίο όροφο της πολυκατοικίας. Σπάνια ξεντύνεται προτού κοιμηθεί, αφού δεν θέλει να αποχωριστεί το άρωμα της Γιασμίν που νομίζει ότι έχει απομείνει στα ρούχα του. Είναι βέβαιος ότι μπορεί να το μυρίσει και καμιά φορά πετάγεται στον ύπνο του και προσπαθεί να το εισπνεύσει όσο πιο βαθιά μπορεί. Είναι ένα άρωμα φλοιού πορτοκαλιού με μια ιδέα από κεράσι, που η έντασή του μοιάζει να οφείλεται στον καυτό ήλιο υποτροπικών κλιματών. Επαναλαμβάνει συνεχώς αυτές τις εισπνοές και μέσα στη νύχτα μοιάζει μ’ έναν ξενιτεμένο παπαγάλο που δεν επαναλαμβάνει λέξεις αλλά γκριμάτσες. Μετά, πίνει λίγο νερό από το γυάλινο μπουκάλι που έχει δίπλα του και κοιτάζει το ρολόι. Έχει μερικές ακόμα ώρες ύπνου μπροστά του προτού το ξυπνητήρι κουδουνίσει. Όταν τελικά σηκωθεί, ένα εσωτερικό ξυπνητήρι θα ενεργοποιηθεί, το οποίο θα μετράει αντίστροφα τις ώρες μέχρι να ξαναδεί την Γιασμίν. Ξέρει ότι σχεδόν θα πετάξει μέχρι την είσοδο μόνο για να της γνέψει, αλλά για τον Ντορν αυτό είναι αρκετό, είναι λες και οι κόποι της ημέρας δικαιολογούνται. Είναι η αποζημίωσή του.