Διακόσιοι δικηγόροι προχωρούν με βήμα ταχύ μέσα στη χιονοθύελλα. Είναι ντυμένοι με χοντρά παλτά κι έχουν καταλάβει μια λωρίδα κυκλοφορίας στην παλιά πόλη του Βίλνιους, όπου προχωρούν ανεμίζοντας λευκά σημαιάκια.
Αγόρια και κορίτσια χτυπούν ταμπούρλα και χορεύουν στον κατάμεστο δρόμο∙ σήμερα, μοιάζει να υπάρχει περισσότερος Φελίνι και λιγότερος Παζολίνι στην Μπολόνια.
Ξέρω πια πως η Μεσόγειος μπορεί να τραβήξει τους κατοίκους της ανά πάσα στιγμή πλάι στη θάλασσα. Τη νύχτα όμως που φτάνω στο Μπάρι θυμάμαι (ή, ίσως, μαθαίνω) τι είναι αυτό που κάνει τ' άγουρα χρόνια σημαντικά.
Σ’ αυτά τα οικογενειακά τραπέζια ο ένας γδέρνει με κάθε τρόπο τον άλλο κι αποχωρούν όλοι ξεπουπουλιασμένοι σαν κοτόπουλα. Όσες ιδιαιτερότητες κι αν έχει, είναι μια ακόμα οικογένεια που γίνεται ορεκτικό στο μενού της πολιτικής.
Έχουν διασχίσει τις πιο ταραγμένες μέρες της Βουδαπέστης, πιθανότατα καθισμένοι στην ίδια θέση του ίδιου τραμ κατά μία έννοια, κάθε μια απ’ αυτές τις ξεφτισμένες θέσεις έχει μετατραπεί από κάθισμα του τραμ στην καρέκλα ενός σκηνοθέτη που αυτοβιογραφείται.
Η αρχιτεκτονική προδίδει από μόνη της τις συντεταγμένες. Εκατόν εβδομήντα χιλιόμετρα μακριά από τον αρκτικό κύκλο, η Ούλου μοιάζει ντυμένη με τα πιο βαριά ρούχα του χειμώνα.
Όπως η γυναίκα αλλάζει θέσεις στην αυλή, η Χύτρα άλλοτε κρύβεται κι άλλοτε εμφανίζεται. Είναι ένας μεγαλόπρεπος βράχος που μοιάζει να στέκεται εκεί, πίσω από τη γυναίκα και, θαρρείς, πίσω κι από τον ίδιο τον ορίζοντα.
H Ελλάδα δίνει σε οποιονδήποτε τη δυνατότητα, ακόμα και σ’ έναν χωρικό, όχι μόνο να σκοντάψει πάνω σε μια Αφροδίτη, αλλά και να εκτιμήσει την ομορφιά της.