Νύχτες του Βερολίνου: Currywurst
Σκόρπιες στάσεις μέσα στη νύχτα. Αυτά τα κιόσκια που φωτίζονται περιμετρικά με μια γιρλάντα από λάμπες ευωδιάζουν μέσα στο κρύο. Άνθρωποι που πιέζουν τα κασκόλ στο στόμα και περπατούν με σκυμμένο το κεφάλι επί ώρα, σταματούν εδώ, μπροστά απ’ το συρόμενο τζάμι που θαμπώνει απ’ την τσίκνα. Ο ψήστης μέσα στην καντίνα είναι κεφάτος κι έχει στερεωμένο στο κεφάλι του ένα καπέλο χαρωπό. Είναι ένα κτίσμα χωρίς θεμέλια αυτή η καντίνα, ίδιο με την ξαφνική πείνα της νύχτας που στέλνει ανθρώπους στην ουρά για να τσιμπολογήσουν ένα λουκάνικο κομμένο σε παχιές φέτες, λουσμένο με κόκκινη σάλτσα και πασπαλισμένο με μπόλικο κάρυ.
Ο ψήστης κι ο πελάτης ασημαντολογούν πριν το ξημέρωμα. Ο χρόνος έχει επιβραδυνθεί κι επιτρέπει αυτές τις ανέφελες κουβέντες πάνω από λουκάνικα που σιγοψήνονται στη φωτιά. Όλα αυτά τα μοναχικά επαγγέλματα της εστίασης προσελκύουν όσους θέλουν να εξομολογηθούν. Το φαγητό και το ποτό που προσφέρουν δεν είναι μια καλοσυνάτη υπηρεσία, αλλά ένας τρόπος να λυθεί η γλώσσα μπροστά στον άγνωστο ψήστη μέσα στην καντίνα, που μοιάζει θεόρατος και σπλαχνικός επειδή στέκεται σε υπερυψωμένο δάπεδο. Είναι τα σχόλια πάνω στη δευτερεύουσα επικαιρότητα (ο καιρός, τα περιστατικά της γειτονιάς, το κουτσομπολιό) που πυροδοτούν την κουβέντα. Καθώς ο ψήστης γυρίζει τα λουκάνικα για να μην αρπάξουν, γυρίζει και την κουβέντα με τον πελάτη. Την κάνει έναν τόνο πιο προσωπική, σαν να της ρίχνει λίγο κάρυ. Κάποιους τους έχει ξαναδεί, άλλους πάλι όχι. Τεμαχίζει ελαφρά τη ζωή του καθενός για να διαπιστώσει πού είναι καλά μαγειρεμένη και πού θέλει ακόμα ψήσιμο.
Αυτό το τσούρμο της νύχτας που τρώει το currywurst είναι κατά βάση άντρες μοναχικοί. Έχουν διασχίσει την πόλη επιστρέφοντας από ξενύχτι αλλά μοιάζουν να μην βρίσκονταν πουθενά προηγουμένως. Είναι λες κι έχουν ξεφυτρώσει μέσα στο δάσος του Γκρούνεβαλντ, αρκετά μακριά απ’ το κέντρο της πόλης αλλά όχι έξω απ’ αυτή, κι έχουν διασχίσει κάμποσα χιλιόμετρα πεινασμένοι μέχρι να βρουν αυτή την όαση μπροστά απ’ το σταθμό του τρένου. Το currywurst σερβίρεται μέσα σε χάρτινο πιάτο και συνοδεύεται από χρωματιστό πιρουνάκι. Όλοι αυτοί οι άντρες μοιάζουν με τα παιδιά που κάποτε ήταν αλλά δεν είναι πια: είναι λες και βρίσκονται σ’ ένα παιδικό πάρτυ όπου κανείς δε διασκεδάζει κι ο κλόουν, κουρασμένος απ’ τη ζωή, άλλαξε δουλειά.
Τα νηστικά χνώτα συνοδεύουν τις λέξεις: ο πελάτης κι ο ψήστης σπρώχνουν με κάθε τους κουβέντα συννεφάκια ο ένας στο πρόσωπο του άλλου. Όλο αυτό διαρκεί μέχρι να πέσουν τα χρήματα στο πιάτο για τα ψιλά, που έχει χαρακιές απ’ τα κέρματα των ανυπόμονων και των αποφασιστικών. Στις σύντομες παύσεις που γίνονται μέχρι να σερβιριστεί το currywurst, ο πελάτης κοιτάζει ολόγυρα το βραδινό τοπίο. Εξαιτίας του κρύου, οι άντρες κάποιας ηλικίας δε στρίβουν απότομα το κεφάλι τους. Προτιμούν να το κρατούν σταθερό και να περιστρέφονται γύρω απ’ τη βάση τους ολόκληροι, σαν μικρά περισκόπια. Ίσως ψάχνουν με το βλέμμα τους κάποια γυναίκα, που θ’ αναδυθεί μέσα στη νύχτα μόνο και μόνο για να την ποθήσουν. Πολλοί απ’ αυτούς έχουν μια γυναίκα στο σπίτι που τους νοιάζεται, κι άλλοι έχουν πολλές να τους περιμένουν στα όνειρά τους. Κανείς όμως απ’ αυτούς τους μοναχικούς άντρες δεν παύει να έχει αλλόκοτες ελπίδες, ίσως επειδή φαντάζονται το τέλος της νύχτας περισσότερο ελπιδοφόρο από τη μέρα που έχει προηγηθεί.
Όμως, σπάνια σταματά γυναίκα στις καντίνες, κι ακόμα πιο σπάνια είναι μόνη της. Συνήθως πρόκειται για μια παρέα γυναικών, που η ηλικία τους επιτρέπει βραδινές παρασπονδίες μιας και το άγχος της σιλούετας έχει χάσει τη δυναμική του. Φορούν γούνινα καπέλα και φαρδιά πανωφόρια και συνήθως μιλούν μια οκτάβα πιο δυνατά απ’ τους άντρες. Γελούν, κάνουν πλάκα και εξομολογούνται η μια στην άλλη: στις παρέες των γυναικών, η εξολογήτρια βρίσκεται μέσα στην παρέα, κι όχι πίσω από ένα θαμπωμένο τζάμι. Ο ψήστης πιστεύει –και δεν έχει κανείς λόγο να τον αμφισβητήσει- ότι οι γυναίκες είναι θορυβώδεις για να δείξουν ότι μπορούν ν’ αντιμετωπίσουν οποιονδήποτε τις πλησιάσει μέσα στη νύχτα. Οι άντρες ζηλεύουν τον ψήστη επειδή μιλάει μ’ αυτές, κι εκείνος το ξέρει κι αισθάνεται ανώτερος. Τους μιλάει με περισσή άνεση και ξέρει να διαχειριστεί την κουβέντα∙ περισσότερη εξουσία απ’ αυτόν μέσα στη νύχτα έχουν μόνο οι αστυνομικοί. Το ψευδοδάπεδο στο οποίο στέκεται μοιάζει τότε να ψηλώνει μερικά εκατοστά ακόμα. Όλοι αυτοί οι πόντοι θα προστεθούν ευλαβικά στο ταμείο της αυτοπεποίθησης την ώρα που θα βγάλει την ποδιά του και θα ετοιμαστεί να επιστρέψει στη ζωή που τον περιμένει. Όμως, αυτοί οι πόντοι που με τόσο κόπο μάζεψε μέσα στη νύχτα, σύντομα θα εξατμιστούν: στη ζωή έξω απ’ την καντίνα, είναι κι αυτός ένας πελάτης, που περιμένει σ’ άλλες ούρες, που ονειρεύεται άλλες γυναίκες, που ζηλεύει άλλους άντρες.