Διασχίζοντας τη Φινλανδία
Η αρχιτεκτονική προδίδει από μόνη της τις συντεταγμένες. Εκατόν εβδομήντα χιλιόμετρα μακριά από τον αρκτικό κύκλο, η Ούλου μοιάζει ντυμένη με τα πιο βαριά ρούχα του χειμώνα: τσιμεντένια κουτιά με μικρά παράθυρα, που ανοίγουν μόνο πρόσκαιρα για ν’ ανανεώσουν τον αέρα, ένα άνοιγμα την ημέρα ίσως, που μοιάζει να ξεφυλλίζει το ημερολόγιο του Νοέμβρη. Οι κάτοικοι περπατούν γρήγορα κι η κίνηση στους δρόμους είναι αραιή: στους -15 βαθμούς, οι μετακινήσεις των πεζών οφείλουν να περιορίζονται στις απαραίτητες. Στενά πεζοδρόμια, λίγα παστέλ χρώματα και μια πολιτεία διακοσίων χιλιάδων κατοίκων που απλώνεται σε μικρά νησιά. Το Θέατρο της Ούλου, στερεωμένο πάνω στο παγωμένο ποτάμι, είναι μεγαλύτερο από το νησί που το φιλοξενεί: είναι ένα παράδοξο που προϊδεάζει ότι η Ούλου είναι μία μη-συμβατική πόλη.
Η καινοτομία μοιάζει να είναι το αντίδοτο στις μακριές, σχεδόν αιώνιες, νύχτες του χειμώνα. Δεν είναι μόνο η δωρεάν πρόσβαση στο Ίντερνετ που παρέχεται σ’ ολόκληρη την πόλη, ούτε το ότι η Nokia έχει πάνω από τέσσερις χιλιάδες εργαζόμενους εδώ, σ’ ένα από τα πιο μεγάλα τεχνολογικά εργαστήρια στον κόσμο. Στην Ούλου, τρέχει ένα από τα πιο εντυπωσιακά προγράμματα στον κόσμο, το οποίο συνδυάζει την πολεοδομία με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και ονομάζεται Hiukkavaraa. Στόχος του πρότζεκτ είναι το χτίσιμο μιας μικρής πόλης στις παρυφές της Ούλου, που θα στεγάζει είκοσι χιλιάδες κατοίκους και τα κτήριά της θα λειτουργούν καταναλώνοντας μηδενική ενέργεια χάρη στις πολλαπλές τους χρήσεις, ανάλογα με την εποχή: σ’ ένα από τα πιο τρανταχτά παραδείγματα, ο χώρος συσσώρευσης του χιονιού το χειμώνα, θα μετατρέπεται σε γήπεδα μπάσκετ το καλοκαίρι. Η πολεοδομική λογική βασίζεται στο σεβασμό απέναντι στον καιρό και ο χειμώνας μοιάζει να είναι το μέτρο όλων.
Όταν η νύχτα πέφτει, οι άνθρωποι εξαφανίζονται απ’ την πόλη. Περπατάει κανείς σε μια απέραντη ερημιά που μοιάζει να έχει λίγο φως μόνο μπροστά από το παχουλό άγαλμα ενός αστυνομικού, φόρος τιμής σ’ αυτούς που φυλούσαν κάποτε την πόλη. Βρίσκεται μπροστά από τη στεγασμένη αγορά, ένα τυπικό φινλανδικό αρχιτεκτονικό παράδειγμα, όπου οι άνθρωποι ανοίγουν μια γαλάζια πόρτα προκειμένου ν’ αγοράσουν τρόφιμα κι ό,τι άλλο τους χρειάζεται. Προχωρώντας, ή μάλλον γλιστρώντας, το βράδυ πάνω στον πάγο της Ούλου, μπορεί κανείς να φανταστεί πώς μοιάζει η ζωή εδώ: μέρες και νύχτες σκοτεινές, στις οποίες θα πρέπει κανείς να είναι αρκετά δημιουργικός προκειμένου να επιβιώσει. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ούλου φιλοξενεί απρόσμενα μεγάλο αριθμό καλλιτεχνών: αυτό το αρκτικό τοπίο, που μοιάζει να καταπίνει τους ήχους και ν’ αφήνει μόνο τις πιο απόκοσμες συγχορδίες, μπορεί να γίνει για όσους αντέχουν τη μοναξιά ένα πεδίο ενδοσκόπησης. Υπό ένα ορισμένο πρίσμα, ο κάθε κάτοικος μοιάζει να χτίζει μέσα του τη δική του Hiukkavaraa.
*
Αφήνοντας την Ούλου, το τρένο διασχίζει επί τέσσερις ώρες ατελείωτες εκτάσεις με χιονισμένα δέντρα και λίμνες παγωμένες. Ο ουρανός μοιάζει μελανιασμένος –δεν υπάρχει κανονικό φως ημέρας, μόνο σύννεφα και μια γραμμή στον ορίζοντα που φέγγει ασθενικά. Είναι ένα ταξίδι μέσα σ’ ένα αέναο ηλιοβασίλεμα κι όταν κατά τις τρεις το τρένο σταματάει στο Κουόπιο έχει κανείς την αίσθηση ότι έχει φτάσει, παραδόξως, σε νησί.
Το Κουόπιο είναι μια πόλη χτισμένη μπροστά στο νερό, καθώς τρεις τεράστιες λίμνες το περικυκλώνουν. Υπάρχουν ανηφόρες και κατηφόρες και σε κάποια σημεία νιώθει κανείς ότι βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια του νερού. Είναι πάντοτε απορίας άξιο, πώς στις πόλεις που βρίσκονται μπροστά από το νερό ευδοκιμούν οι πιο παράξενες φιγούρες. Αν οι χαρακτήρες που παρουσιάζει ο Καουρισμάκι στις ταινίες μυθοπλασίας του μοιάζουν αλλόκοτοι, εδώ, περίπου στα μισά της Φινλανδίας, έχει κανείς την αίσθηση ότι ο Φινλανδός σκηνοθέτης γυρίζει τελικά ντοκυμαντέρ. Ηλικιωμένοι που σέρνουν έλκηθρα, άνθρωποι που μιλούν μόνοι τους και διασχίζουν διαβάσεις σαν σαλιγκάρια, ποδήλατα που τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα μπροστά από παστέλ τοίχους και μια πλατεία στη μέση της πόλης όπου όλοι έχουν διάθεση για κουβέντα.
Αργά το βράδυ, ένας ντόπιος λέει, «είμαστε πολύ κοντά στο νερό και πολύ μακριά απ’ όλα, δεν ξέρω, ίσως να οφείλεται σ’ αυτό». Ο ίδιος μοιάζει αρκετά αντιφατικός:κάθεται στο εστιατόριο επί δύο ώρες και παραγγέλνει μόνο νερό. «Δεν μπορείς να πλήξεις ποτέ στο Κούοπιο», λέει αργότερα, «επειδή είναι μια πόλη εκ γενετής πληκτική». Μετά από λίγο, κλείνει την πόρτα και χάνεται στην παγωνιά. Στο εστιατόριο αυτό, όλοι έρχονται για να ζητήσουν μια μερίδα από ένα παράξενο έδεσμα που ονομάζεται καλακούκο και είναι πέρκα ψημένη μέσα σε μια φραντζόλα ψωμί. Κοιτάζοντας κανείς τους τοίχους, διαπιστώνει ότι ο ιδιοκτήτης είναι μετρ στην παρασκευή του εδέσματος, καθώς έχει κερδίσει αρκετές φορές τον ετήσιο διαγωνισμό καλακούκο που διεξάγεται στο Κουόπιο και είναι -κατά περίεργο τρόπο- εξαιρετικά δημοφιλής.
Διασχίζοντας τα μεσάνυχτα τη μεγάλη πλατεία της πόλης, ένα τσιμεντένιο παραλληλόγραμμο που μαστιγώνεται απ’ τον άνεμο, καταλήγω στο ξενοδοχείο Άτλας. Έχει περάσει από διάφορες χρήσεις στο πέρασμα των χρόνων, ήταν εμπορικό κέντρο, καφέ και ξενοδοχείο κι έτσι δεν είναι ν’ απορεί κανείς που σήμερα συνδυάζει όλες τις προηγούμενες χρήσεις του. Ανεβαίνοντας τους ορόφους έχει κανείς θέα μέσα στους χώρους του εμπορικού κέντρου και στον τέταρτο όροφο που βρίσκεται το δωμάτιό μου, πίσω από τις τζαμαρίες του διαδρόμου χαζεύω τα παλτά του χειμώνα. Μία γυναίκα κυκλοφορεί με πατίνι μέσα στους άδειους διαδρόμους του εμπορικού κέντρου. Φοράει ακουστικά για ν’ ακούει μουσική και στο χέρι της κρατάει έναν κατάλογο. Κάθε τόσο φρενάρει το πατίνι, κοιτάζει τον κατάλογο, κάτι σημειώνει –κι ύστερα μετακινείται ξανά.
Προτού κοιμηθώ, σκέφτομαι αυτή τη γυναίκα. Στα εκατόν τριάντα δωμάτια του ξενοδοχείου οι εφήμεροι ένοικοι κοιμούνται, ωστόσο μέσα στο πολυκατάστημα εκείνη τρέχει με το πατίνι της ανάμεσα σε ρούχα. Προσπαθώ να σκεφτώ αν παρακολουθεί τους επισκέπτες του ξενοδοχείου, τα πρόσωπά τους, τα σώματα, το στυλ του καθενός. Μιας και βρίσκομαι στο παράξενο Κουόπιο, μ’ αρέσει να τη σκέφτομαι όχι ως μια εργαζόμενη του εμπορικού κέντρου, αλλά ως κάποια που σημειώνει σ’ ένα χαρτί τι θα μπορούσε ν’ αγοράσει την επόμενη μέρα ο κάθε επισκέπτης.
*
Πράσινα τραμ πηγαινοέρχονται διαρκώς μπροστά από την αρ νουβώ δόμηση κι οι σκόρπιοι περαστικοί μοιάζουν υποταγμένοι στις φόρμες των κτηρίων. Όλοι οι μεγάλοι δρόμοι του Ελσίνκι καταλήγουν στο λιμάνι, απ’ όπου ξεκινά το μικρό φέρρυ για το εικοσάλεπτο ταξίδι του προς τη Σουομενλίνα. Αυτό το φρούριο, που είναι χτισμένο πάνω σε νησιά, αγκαλιάζει περιμετρικά την πόλη, προστατεύοντάς την αιώνες τώρα όχι μόνο από τις εισβολές, αλλά κι από τους ανέμους.
Η ατμόσφαιρα είναι ήδη χριστουγεννιάτικη, ψηλά έλατα έχουν στολιστεί και φέγγουν μέσα στις μεγάλες νύχτες. Τα παρατηρεί κανείς καθισμένος μέσα σε κάποιο απ’ τα αναρίθμητα καφέ της πόλης, δέντρα που κρύβουν προσόψεις κτηρίων και σχηματίζουν μες στη νύχτα ένα φωτεινό δάσος φυτεμένο στο αστικό τοπίο. Οι ντόπιοι ξαποσταίνουν στα καφέ πληρώνοντας μόνο για την κούπα τους, καθώς μπορεί να κανείς ν’ ανεφοδιαστεί όσες φορές θέλει. Κουβέντες σε μια γλώσσα που δε μοιάζει με καμιά άλλη στη βόρεια Ευρώπη και μια διάθεση φιλικότητας απέναντι στους ξένους. Γρήγορα καταλαβαίνει κανείς ότι το μακρύ ταξίδι από τη βόρεια Φινλανδία μέχρι την πρωτεύουσα δεν είναι γεωγραφικό, είναι μια μεταφορά σε πιο γνώριμες συνήθειες, σε συμπεριφορές μεγαλούπολης.
Νωρίς το απόγευμα, όταν οι δημοτικές σάουνες ανοίγουν, μπορεί κανείς να δει ομάδες ανθρώπων να κατεβαίνουν στην ίδια στάση και να βηματίζουν αμίλητοι προς την ίδια κατεύθυνση. Στο Κάλιο, που βρίσκεται βόρεια του Ελσίνκι, λειτουργεί μια από τις πιο παλιές σάουνες της πόλης. Μια βαριά σιδερένια πόρτα ανοίγει και λίγα βήματα μετά, σ’ ένα ξύλινο τραπέζι στέκονται κανάτες με νερό και ποτήρια για να αντιμετωπιστεί η αφυδάτωση της τεχνητής ζέστης. Κόσμος μπαίνει, κάθεται λίγη ώρα και –σύμφωνα με το αυθεντικό τελετουργικό- βγαίνει έξω στο κρύο φορώντας μόνο μια πετσέτα δεμένη στη μέση. Δυο άντρες μέσης ηλικίας κάθονται στα σκαλοπάτια ημίγυμνοι και συζητούν. Εξομολογήσεις μέσα σε ξύλινα δωμάτια, μικρές αίθουσες καλοκαιριού και κουβέντας σκορπισμένες μέσα στο χειμώνα.
Το τελευταίο πρωί στην Φινλανδία, κοιτάζω μέσα από το μεγάλο τζάμι ενός καφέ τα τραμ να περνούν φορτωμένα όρθιους επιβάτες. Μολονότι το ταξίδι τελειώνει, σηκώνομαι βιαστικά, επιβιβάζομαι στο πρώτο τραμ που περνά κι ύστερα παίρνω το μετρό –η μία και μοναδική γραμμή του Ελσίνκι, το καθιστά το βορειότερο μετρό στον κόσμο. Κατεβαίνω δυο στάσεις παρακάτω και μπαίνω στο εστιατόριο Κόσμος. Είναι ένα παλιό στέκι της διανόησης, όπου οι πολιτικοί διαξιφισμοί έφταναν μέχρι το ξημέρωμα. Εκεί μαζεύονταν οι συγγραφείς του Ελσίνκι τη δεκαετία του ‘60 κι έπιναν κονιάκ μέχρι τελικής πτώσης. Μολονότι πιστεύω ότι πρέπει κανείς να ταξιδεύει χωρίς καμία ιδιότητα, μπαίνω στον πειρασμό να δοκιμάσω ένα κονιάκ. Πάνω στα λευκά τραπεζόμαντιλα τρεμοπαίζουν φλόγες από ψιλόλιγνα κεριά και δίπλα μια παρέα γυναικών μιλάει χαμηλόφωνα. Αυτή τους η συμπεριφορά μοιάζει λογική, επειδή λέγεται ότι εξαιτίας της τέλειας ακουστικής του, το Κόσμος προδίδει τα μυστικά που ψιθυρίζονται κάτω απ’ το ταβάνι του.
Πίνω το κονιάκ και χαζεύω τους καθρέφτες που μοιάζουν να βυθίζονται ο ένας μέσα στον άλλο. Βρίσκονται αρκετά ψηλά ώστε κανείς να βλέπει μόνο το χώρο να βαθαίνει, δίχως να παρεισφρύουν πρόσωπα. Ύστερα, κοιτάζω το ημερολόγιο στον τοίχο: είναι μέσα Νοέμβρη, στα μισά της μέρας, σε μια άκρη του Ελσίνκι. Όσο κι αν κοιτάζω μέσα στην προοπτική που δημιουργούν οι καθρέφτες, δεν κατορθώνω να διασχίσω τις δεκαετίες και ν’ αφουγκραστώ εκείνη την εποχή που συγκρούονταν απόψεις στο Κόσμος. Δε θέλω να πιστεύω ότι το Κόσμος είναι ένα απομεινάρι αλλοτινών εποχών∙ προτιμώ να το σκέφτομαι σαν μια κιβωτό ψιθύρων που μια μέρα θα επιστρέψουν, θα μας διηγηθούν τα μυστικά τους και θα μας βοηθήσουν να καταλάβουμε αν εκείνη η εποχή ήταν καλύτερη απ’ όσες την ακολούθησαν.