Οι θεοί στο Μπάρι
Ξέρω πια πως η Μεσόγειος μπορεί να τραβήξει τους κατοίκους της ανά πάσα στιγμή πλάι στη θάλασσα. Τη νύχτα όμως που φτάνω στο Μπάρι θυμάμαι (ή, ίσως, μαθαίνω) τι είναι αυτό που κάνει τ’ άγουρα χρόνια σημαντικά. Αυτή τη βραδιά, μπροστά απ’ τα τείχη της παλιάς πόλης, εκατοντάδες άνθρωποι ανασαίνουν δίπλα στο νερό. Ήρεμες αναπνοές ντυμένες με πουκάμισα, που τα μανίκια τους γυρίζουν σφιχτά μέχρι το μπράτσο. Ιδρώτας στα μέτωπα και παγωτά στο χέρι. Ένα τσούρμο παιδιών έχει περικυκλώσει έναν πλανόδιο μουσικό. Κλωτσούν μια μπάλα και τη στέλνουν άλλοτε σ’ εναν κοντινό τοίχο κι άλλοτε σε κάποιο παράθυρο που οι γρίλιες του έχουν ξεφτίσει απ’ την αλμύρα.
Μια έξαψη αναδύεται απ’ την περίκλειστη πλατεία. Δρόμοι παραβολικοί οδηγούν σε μικρά στενά -κι αυτά με τη σειρά τους καταλήγουν σε άλλες πλατείες. Σκόρπιες εκκλησίες με ψηλά καμπαναριά, που αν τα δει κανείς από ψηλά μοιάζουν με ιερές μορφές ενός θιάσου που περιφέρεται αιώνια. Ό,τι χάνει ο ορίζοντας σε βάθος εξαιτίας των καμπαναριών μοιάζει να το κερδίζουν οι άγιοι σε πίστη. Οι θεοί στο Μπάρι δεν ξαποσταίνουν ούτε στιγμή. Στις προσόψεις των σπιτιών σκάβονται προθήκες και μέσα τους στήνονται εικόνες κι αγάλματα αγίων. Στέκονται ψηλά για να προκαλούν δέος. Η προθήκη είναι ντυμένη με γυαλί και πλάι στην εικόνα μαραίνονται λουλούδια και σιγοκαίνε κεριά. Η προσήλωση κρατάει την πόλη ζωντανή, όπως κρατάει κανείς ζωντανή μια ανάμνηση που για κάποιο λόγο είναι σημαντική.
Ένα απ’ τα παιδιά κλωτσάει την μπάλα με δύναμη. Είναι ένα σουτ που δεν του εξασφαλίζει θέση σε ομάδα, αλλά την προσοχή μιας ολόκληρης πλατείας. Η μπάλα γκελάρει στην ομπρέλα ενός παγωτατζίδικου, παίρνει ύψος προς τον ουρανό, αλλά αντί να βρεθεί ανάμεσα σε αγίους μπαίνει στο ανοιχτό παράθυρο ενός κατοίκου. Ακούγεται ένας μακρινός ήχος από μικροαντικείμενα που σπάνε. Είναι ένας θόρυβος συντεταγμένος, φαντάζεται κανείς διακοσμητικά σπιτιού πάνω σ’ ένα τραπέζι χαμηλό, που έχουν βρει τη θέση τους το ένα πλάι στ’ άλλο χάρη στο χρόνο και τη θλίψη. Ζουν εκεί σαν μια μινιατούρα οικογένειας που πια έχει γεράσει και τίποτα ενδιαφέρον δε συμβαίνει στη ζωή της.
Ένας εβδομηντάρης Ιταλός ξεπροβάλει στο παράθυρο και κρατάει την μπάλα παραμάσχαλα σαν τερματοφύλακας. Λευκή φανέλα αμάνικη και μαλλιά λιπαρά. Έχει ακόμα αρκετή ένταση στα σωθικά του κι απ’ το σπάσιμο στη φωνή υποψιάζεται κανείς μια οργή που του ‘χει ξεμείνει απ’ την εφηβεία. «Μου σπάσατε τον Νίκολα και τον Λούκα!», ωρύεται. Ονόματα αγίων, ονόματα παιδιών. Έπειτα, στέκεται ακίνητος και δε φωνάζει άλλο. Ίσως να ταξιδεύει στο χρόνο, ίσως να θυμάται τον Λούκα και τον Νίκολα στην ηλικία αυτών των παιδιών να κλωτσούν μια μπάλα στο πλακόστρωτο. Η παλιά πόλη δεν έχει αλλάξει. Τοίχοι ξεφτισμένοι στο χρώμα της ώχρας, στ’ αριστερά η θάλασσα, στα δεξιά η κορυφογραμμή των καμπαναριών. Πετάει την μπάλα στα παιδιά και μέχρι να φτάσει στα πόδια τους καταλαβαίνει όσα τους χωρίζουν. Στα φρέσκα πρόσωπά τους υποψιάζεται τις απάτες που δεν έχουν υποστεί, τα όνειρα που δεν έχουν αποδειχτεί βαριά, την έμμισθη ζωή που δεν τα έχει τιθασεύσει.
Αυτός που έστειλε την μπάλα στο παραθύρο ρίχνει ξανά την πρώτη κλωτσιά για ν’ αρχίσει το παιχνίδι. Νεαρά κορίτσια διασχίζουν την πλατεία, συνομήλικά τους ίσως. Είναι η πρώτη χρονιά που τ’ αγόρια στο πλακόστρωτο τις κοιτάζουν με νόημα. Περνούν μέσα απ’ το ματς που έσπασε τον Λούκα και τον Νίκολα, οι οποίοι έχουν άλλες προτεραιότητες πια. Αυτά τα νεαρά αγόρια και κορίτσια, όμως, έχουν όλο το χρόνο μπροστά τους για να χάσουν και να χαθούν μέσα στη νύχτα. Το λευκό υφαντό των αναμνήσεών τους έχει μόλις αρχίσει να ράβεται. Δεν έχει ακόμα πάνω του κανένα κατόρθωμα και καμία ηρωική γιρλάντα δεν το στολίζει. Είναι απλώς αγόρια και κορίτσια που κοιτάζονται κλεφτά στα μάτια προτού τα παρασύρει ο χείμαρρος της ενήλικης ζωής. Βρίσκονται εκεί, ανάμεσά μας, γύρω απ’ τα παγωτά, τη μουσική και τ’ ανασηκωμένα μανίκια. Ιδρώνουμε ελαφρά όλοι μαζί δυο δρόμους πάνω απ’ τη θάλασσα, αδιαφορώντας για το φωτισμένο πλοίο που εκείνη την ώρα δένει θριαμβευτικά στο λιμάνι.
*Φωτογραφίες απ’ το ταξίδι εδώ.