Όταν πλέον δε βιάζονται
Η οδήγησή τους μοιάζει με μια άσκηση ισορροπίας ανάμεσα στα αυτοκίνητα και την αλαζονεία τους. Έχουν αγοραστεί ως μια αλλιώτικη προσέγγιση απέναντι στο χρόνο: να φτάνει κανείς στον προορισμό του γρήγορα, δίχως να χάνει χρόνο στο παρκάρισμα. Μοιάζουν με μηχανοκίνητες μέλισσες, που βουίζουν ενοχλητικά στην πόλη, κι ο δρόμος είναι η ζωή τους. Σε αντίθεση με τη στρατιωτική παράταξη των αυτοκινήτων, τα μηχανάκια σταματούν σε όλα τα πιθανά σημεία, προκαλώντας συχνά την οργή των περαστικών.
Όταν όμως κάποια στιγμή παρκάρουν, η ψυχοσύνθεσή τους μεταβάλλεται: τα μηχανάκια μετατρέπονται τότε σε προσεκτικούς παρατηρητές. Το τιμόνι τους γίνεται ένα κεφάλι που πέφτει κουρασμένο είτε δεξιά είτε αριστερά και το μοναδικό τους φως είναι ένα μάτι που αποστηθίζει ό,τι βρίσκεται ολόγυρα. Αυτοί οι μικροί Κύκλωπες δε φαίνονται πλέον να βιάζονται κι έχουν χρόνο για να διαβάσουν συνθήματα στους τοίχους, να δουν ρολά ν’ ανεβοκατεβαίνουν, να κρυφακούσουν τους περαστικούς, ενώ καμιά φορά γίνονται μάρτυρες περιστατικών που αργότερα θ’ απασχολήσουν τις ειδήσεις. Αντλούν συνείδηση μέσα απ’ την παρατήρηση και ταυτόχρονα γίνονται λεπτομέρεια του αστικού τοπίου. Περνούν τις νύχτες μόνα τους πάνω στα πεζοδρόμια -και δίπλα στις παχουλές τους σέλες ανθίζουν σιγανά οι νερατζιές. Δεν είναι απολύτως βέβαιο ότι τα κοντέρ τους μετρούν χιλιόμετρα μέσα στους μποτιλιαρισμένους δρόμους∙ ίσως και να μετρούν στιγμιότυπα της πόλης.