Η ποινικοποίηση της αναπνοής
Αυτές τις μέρες που μας έχει απαγορευτεί ακόμα και ν’ αναπνέουμε σκέφτομαι συχνά το Όρος Αραράτ. Η επέλαση του κορονοϊού δεν έχει μόνο απογυμνώσει την έννοια του ταξιδιού αλλά έχει ενοχοποιήσει ακόμα και τη νοερή απόδραση. Αυτός ο ιός, που μεταδίδεται με την ανάσα και γιγαντώνεται με την αμφιβολία, κουβαλάει όλη τη ματαιότητα μιας συμφοράς. Στο τέλος, απομένει πάντοτε μια ερώτηση: πότε θα τελειώσει αυτή η ιδιότυπη δικτατορία;
Αν επιστρέφω αυτές τις μέρες νοερά στο Αραράτ είναι επειδή θυμάμαι πώς μπορεί καμιά φορά να οπτικοποιηθεί μια απόδραση. Θυμάμαι ακόμα εκείνο το οδοιπορικό στην Αρμενία και σκέφτομαι την όψη του βουνού απ’ τα παράθυρα του αυτοκινήτου. Σε κάθε στροφή και σε κάθε στάση, το Αραράτ ήταν εκεί, επιβλητικό κι απόμακρο. Όποτε σκέφτομαι την Αρμενία, αναρωτιέμαι πόσο μπορεί να κοστίσει σ’ έναν λαό η απώλεια ενός βουνού.
Σε μια απ’ τις στάσεις λίγο έξω απ’ το Μοναστήρι Γκέγκχαρντ, είδα πώς έφτιαχναν οι ντόπιοι το ψωμί τους. Ένα καζάνι φυτεμένο στο τσιμέντο και μια γυναίκα να βάζει τα χέρια της στη φωτιά και να χτυπάει τη ζύμη στα τοιχώματα για να φτιάξει το lavash. Ο σύζυγός της στεκόταν παραδίπλα με τη γροθιά σφιγμένη πάνω σ’ ένα εμπριμέ τραπεζομάντηλο.
Ντομάτες και λευκό τυρί σκορπισμένα πάνω στο πρόχειρο τραπέζι. Ο άντρας γέμισε με βότκα τα πλαστικά ποτήρια και μου πρόσφερε ένα. “Την έχω φτιάξει μόνος μου, έχει σχεδόν 60 βαθμούς αλκοόλ”, είπε περήφανα. Μου έδωσε το ποτήρι. Ήταν δώδεκα το μεσημέρι, πολύ νωρίς για να μεθύσει κανείς. Ήπια δύο ποτήρια και μετά ο χρόνος διαστάλθηκε: το ένα λεπτό περνούσε σαν ένα τέταρτο.
Πριν φύγω, μου έδωσε ένα ακόμα ποτήρι. Του είπα πως θα ήταν καλύτερα να μην πιω άλλη βότκα. Εκείνος, ωστόσο, επέμεινε: “Πιες το. Σκοτώνει όλους τους ιούς που καταπίνετε στις πόλεις”.
*
Θυμάμαι τα λόγια αυτού του άντρα κάθε φορά που βλέπω αποσπάσματα απ’ τις ελληνικές ειδήσεις. Περνάω τις μέρες της καραντίνας στο Βερολίνο και προσπαθώ ν’ αφουγκραστώ το κλίμα στην Ελλάδα μέσα από τις διηγήσεις των φίλων κι απ’ τα σποραδικά νέα που φτάνουν ως εδώ.
Η ειδησεογραφία πάντοτε αναζητεί έναν αποδιοπομπαίο τράγο. Είναι ο τρόπος της να υπερασπίζεται τη λειτουργία του συστήματος· στην πραγματικότητα, έτσι καλύπτει τα κενά του. Σχεδόν μονότονα αυτές τις μέρες, το θύμα είναι κάποιος απλοϊκός τύπος, συνήθως πάνω απ’ τα 70, που θα πει μια κουβέντα αφιλτράριστη. Θα πρόκειται για έναν παραβάτη των απαγορεύσεων, ο οποίος φαινομενικά δεν φοβάται ούτε τον ιό ούτε τον θάνατο. Η αιτιολόγηση είναι πάντοτε φτωχή, ωστόσο κανείς δεν απαιτεί απ’ αυτόν μια επιστημονική ανάλυση.
Κι ενώ όποια κουβέντα πει τον ενώνει με τον χωρικό απ’ την Αρμενία που φτιάχνει βότκα για να σκοτώνει τους ιούς, οι λέξεις του είναι μια παραφωνία για το σενάριο του τρόμου. Θα κριθεί, θα λοιδωρηθεί και θα τιμωρηθεί απ’ τις ειδήσεις των 8. Αν στο Αραράτ συμπυκνώνεται ένα ταξίδι, στο πρόσωπο ενός αφελούς παραβάτη οπτικοποιείται η δήθεν ατομική ανευθυνότητα και η απομόνωση. Ό,τι ακολουθεί είναι μια συλλογική τιμωρία χωρίς να έχει υπάρξει έγκλημα.
*
Δεν υποτιμώ το θέμα του κορονοϊού. Αντίθετα, παρακολουθώ ανελλιπώς την ειδησεογραφία από τα μέσα Ιανουαρίου, όταν δεν ήταν παρά ένα ψηφιακό μονόστηλο στα ευρωπαϊκά νέα. Δεν νομίζω ότι ο ιός είναι εργαστηριακός: εξακολουθώ να πιστεύω ότι η ανθρωπότητα θα εξαφανιστεί τυχαία, όπως τυχαία εμφανίστηκε.
Ωστόσο, μετά από μια δεκαετία οικονομικής κρίσης, τα αντανακλαστικά είναι σε ετοιμότητα. Πίσω απ’ την κουρτίνα της οικονομικής κρίσης κρυβόταν η δυστυχία κι ένα πλήθος “ειδικών” που μιλούσαν ακατάπαυστα. Θυμάμαι το ύφος τους: γνώριζαν τάχα τα πάντα, προέβλεπαν τα πάντα -και στο τέλος δεν πρότειναν τίποτα ουσιαστικό.
Το κοινό εκείνα τα χρόνια ήταν αδηφάγο. Διψούσε για πληροφορία, καθόλου για γνώση, κι ήταν έτοιμο να καταναλώσει δίχως να κορεστεί. Άλλοι είπαν ότι η κρίση θα τέλειωνε αύριο, άλλοι ότι δεν θα τέλειωνε ποτέ. Και το χάσμα που δημιουργήθηκε το γέμισαν νέοι “ειδικοί”. Κι αν περίσσευε καμιά χαραμάδα, υπήρχε πληθώρα “ειδικών” για να την καλύψει κι αυτήν.
Με τον καιρό, κάποιοι απ’ αυτούς επέστρεψαν στην αφάνεια κι άλλοι εισχώρησαν στις παρυφές των πολιτικών συστημάτων ως μασέρ. Καριέρες χτίστηκαν πάνω στη δυστυχία και στην πώληση ελπίδας -και χτίζονται ακόμα. Αυτό που έμαθα από την οικονομική κρίση ήταν ότι όσο μπορούσε να επηρεάσει ένας μετεωρολόγος τον καιρό, άλλα τόσο μπορούσε να επηρεάσει ένας οικονομολόγος την οικονομία. Παρόλα αυτά, οι υπασπιστές του ολέθρου ζουν πάντοτε καλύτερα απ’ αυτούς που τον υφίστανται.
Τώρα, με αφορμή έναν θανατηφόρο ιό, κατακλυζόμαστε εκ νέου από “ειδικούς”. Διαβάζουμε την ίδια παρτιτούρα: ο ιός θα φύγει τον Μάιο, ο ιός δε θα φύγει ποτέ. Το χάσμα αρχίζει να γεμίζει με νέες φωνές. Τα μέσα ενημέρωσης δίνουν τον τόνο. Αυτό που βαφτίζεται πλουραλισμός απόψεων είναι κατά βάση μια μονότονη πρόταση. Οι “ειδικοί” κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου. Μεγαλώνοντας, άκουγα μονίμως μια φράση: “οι γιατροί φωνάζουν”. Τώρα κατάλαβα ότι όντως αυτό κάνουν.
Οι νηφάλιες φωνές χάνονται. Η επένδυση στο χρηματιστήριο του τρόμου είναι πάντοτε ασφαλής.
*
Οι μέρες της καραντίνας είναι ένα πλέγμα αντιφάσεων. Μιλάμε με τους φίλους μας συνέχεια όχι για να μάθουμε νέα, αλλά για να εξακριβώσουμε ότι δεν έκαναν κι αυτοί τίποτα. Ανταλλάζουμε βαρετά αστεία ενώ στην πραγματικότητα ανταλλάζουμε απόγνωση. Κοιτάζουμε μια οθόνη κι αναρωτιόμαστε αν αυτή θα είναι μια χρονιά χωρίς καλοκαίρι όπως το 1816. Ψάχνουμε ένα φως ενώ στην πραγματικότητα βρισκόμαστε στο πιο βαθύ σκοτάδι.
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, στο Βερολίνο δεν υπάρχει αυστηρή απαγόρευση κυκλοφορίας. Επιτρέπεται να περπατάμε ανά δύο στο δρόμο, μπορούμε ακόμα να επισκεπτόμαστε τα πάρκα και δεν συμπληρώνουμε παλιόχαρτα προτού ανοίξουμε την πόρτα. Τα μαγαζιά είναι κλειστά, όμως, κι η ζωή έχει σταματήσει. Τα κακόγουστα χειροκροτήματα στα μπαλκόνια -ευτυχώς- ξεθύμαναν: η ψευδαίσθηση της συμμετοχής είναι η πιο φτηνή πλάνη. Μια ώρα προαυλισμός την ημέρα κι ύστερα είκοσι-τρεις ώρες εγκλεισμού.
Κρατιόμαστε μακριά από τους φίλους μας και μένουμε σπίτι, ως κομμάτι της ατομικής μας ευθύνης. Είναι σωστό και πρέπει να το κάνουμε. Ωστόσο, η ατομική ευθύνη δεν είναι η περούκα της κρατικής ανυπαρξίας. Χρόνια αποδόμησης του δημόσιου τομέα κι επέλασης του νεοφιλελευθερισμού έχουν ξηλώσει τη δημόσια υγεία. Πληρώνουμε για χρόνια εισφορές που δεν μπορούν να μας σώσουν όταν αρρωστήσουμε.
Ακριβώς όπως και στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, στα πρόσωπα των πολιτών τιμωρείται η πολιτική που ακολούθησαν οι κυβερνήσεις για χρόνια. Τιμωρείται το θύμα κι επιβραβεύεται ο θύτης. Διάφοροι “ειδικοί” ανά τον κόσμο μας κουνάνε το δάχτυλο: αν αρρωστήσετε θα φταίτε εσείς. Όχι, δεν είναι καθόλου έτσι. Η ατομική ευθύνη δεν έχει καμία σχέση με την ανημπόρια ενός κράτους. Όλο αυτό που ζούμε δεν είναι μόνο μια πρωτόγνωρη κατάσταση· είναι, κυρίως, η εκδίκηση της απαξιωμένης δημόσιας υγείας.
Ο κορονοϊός δοκιμάζει τις αντοχές μας και θέτει ηθικά διλήμματα που μόνο η επιστημονική φαντασία μπορεί να καλλιεργήσει. Κανένα άλλο είδος λογοτεχνίας ή κινηματογράφου δεν μπορεί να εξερευνήσει σε τέτοιο βάθος αυτά τα ερωτήματα. Για παράδειγμα: είναι οι ατομικές ελευθερίες κι η δημοκρατία ανάμεσα στους πρώτους νεκρούς του κορονοϊού; Ή ακόμα, η ζωή ενός ηλικιωμένου έχει λιγότερη αξία απ’ αυτήν ενός νέου;
Αυτός ο υπαρκτός ιός είναι μια αόρατη αράχνη που διαρκώς υφαίνει ερωτήματα.
*
Θυμάμαι τη διαδρομή της επιστροφής στο Ερεβάν. Είχα διασχίσει ένα μεγάλο κομμάτι της Αρμενίας και κοιτούσα το ηλιοβασίλεμα. Το αυτοκίνητο σταμάτησε στο Τσάρεντς Αρτς. Αυτή η αψίδα έχει την ωραιότερη θέα στο Αραράτ κι ήταν το σημείο που ο Αρμένιος ποιητής Έγκις Τσάρεντς ρέμβαζε για ώρες. Κατέβηκα απ’ το αυτοκίνητο και έμεινα να κοιτάζω το βουνό.
Οι ποιητές ποτέ δεν μας τρομοκράτησαν. Ήταν εκεί για να μας κοιτούν στα μάτια -ακόμα κι αν βρίσκονταν στο υπερπέραν- και για να μας βοηθούν να αναμετρηθούμε με τον κόσμο. Δεν ήταν ποτέ “ειδικοί” γι’ αυτό και τους συνέθλιψε πολλές φορές η ζωή. Θαυμάζω απεριόριστα τους επιστήμονες επειδή μπορούν να ξεπεράσουν τα προβλήματα που δημιουργούνται μέσω της έρευνας, του μυαλού και της κατανόησης. Ωστόσο, στις 6 το απόγευμα θα προτιμούσα να με ενημερώνει ένας ποιητής. Θέλω την προοπτική, όχι τους τοίχους· θέλω το ανθρώπινο πρόσωπο, όχι το κρατικό προσωπείο.
*
Είναι άδικο να αποδώσει κανείς εκ των υστέρων καινούργιες αναμνήσεις σε παλιά περιστατικά. Μολονότι είναι η εποχή των φωτογραφικών φίλτρων που αλλοιώνουν ό,τι είδαμε, πιστεύω ότι οι αναμνήσεις πρέπει να μένουν άθικτες. Εκείνο το απόγευμα, με το τελευταίο φως να πέφτει πάνω στο χιονισμένο Αραράτ και τα φώτα του Ερεβάν ν’ ανάβουν πέρα μακριά, δεν σκεφτόμουν καθόλου το ενδεχόμενο κάποιας πανδημίας. Θα ήταν ψέμα να ισχυριστώ επίσης ότι με απασχολούσε το ζήτημα της ελευθερίας. Η ελευθερία ήταν αυτονόητη και κανείς δεν σκεφτόταν την ποινικοποίηση της αναπνοής.
Θυμάμαι απλά ότι άναψα ένα τσιγάρο και σκέφτηκα ότι ήμουν πολύ μακριά από το σπίτι, που ήταν σχεδόν ο τίτλος του βιβλίου που είχα ολοκληρώσει. Έπειτα, είχα σκεφτεί ότι αν το αυτοκίνητο για κάποιο λόγο χαλούσε σ’ αυτό το σημείο, θα ήταν δύσκολο να προλάβω την πτήση της επόμενης μέρας για την Ελλάδα. Θα έμενα εκεί και το ταξίδι της επιστροφής θα μετατρεπόταν σε μια μικρή, αλλά καθόλου ηρωική, Οδύσσεια. Δεν συνέβη φυσικά κάτι τέτοιο.
Τώρα, οι συνθήκες είναι αλλιώτικες. Ο κορονοϊός απλώνεται πάνω απ’ την Ευρώπη κι οι μικροί Φράνκο των μπαλκονιών είναι έτοιμοι να σημαδέψουν με το δάχτυλο. Καμιά ελευθερία δεν είναι αυτονόητη. Έχουμε ν’ ανέβουμε ένα ύψωμα που μοιάζει πιο απόκοσμο απ’ το Αραράτ. Σήμερα, μία μόνο σκέψη είναι κοινή μ’ αυτές που έκανα μπροστά απ’ το βουνό: το πότε θα μπορέσω να επιστρέψω στην Ελλάδα.