Η μνήμη της άμμου στη Δονούσα
Οι Ιταλοί τραβούν τις μάσκες κάτω απ’ το πιγούνι. Το παλιό λεωφορείο κυλάει κάτω απ’ τον καυτό ήλιο της Δονούσας κι όλοι γυρεύουν ένα λουλούδι στους ξερούς θάμνους, σαν μια απόδειξη ότι το καλοκαίρι είναι ακόμα ζωντανό. Σ’ όλη τη διαδρομή, όμως, υπάρχουν μόνο τραχιές μυρωδιές, φθαρμένη άσφαλτος και σκόρπιοι άνθρωποι απέναντι στο κύμα. Αυτή η μικρή Βαβυλώνα των παραθεριστών μετακινείται ακούγοντας τον άνεμο να σφυρίζει απ’ τα βάθη του Αιγαίου. Δεν είναι τραγούδι, δεν είναι σκοπός· είναι τα φωνήεντα της Δονούσας που αναστενάζουν ανεβαίνοντας τις πλαγιές.
Κοιτάζω τις ξερολιθιές. Οι μεγάλες πέτρες θεμελιώνουν, οι μικρές οικοδομούν. Απουσιάζουν οι αρμοί, όπως απουσιάζει κάθε τι που μας συνδέει αυτό το καλοκαίρι. Η κοινωνική αποστασιοποίηση, που λογίζεται ως το μοναδικό φάρμακο, έχει δεκάδες παρενέργειες. Η διήγηση έδωσε τη θέση της στη στατιστική, το ελληνικό μέτρο περιχαρακώθηκε από μέτρα, κι η ενημέρωση ανέλαβε να επιβάλει την πραγματικότητα. Οι ζωές μας, πάντα αποσπασματικές κι έρημες, απογυμνώθηκαν κι απέμειναν να μοιάζουν με τις πλαγιές αυτού του νησιού: άνυδρες και ξερές, περιμένουν το μελτέμι που θα τις ξαναζωντανέψει.
*
Η γοητεία που ασκούν τα μικρά νησιά στους μοναχικούς ταξιδιώτες δεν οφείλεται μόνο στο τοπίο, αλλά κυρίως στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ντόπιοι ολόκληρο το χρόνο. Τα οικόπεδα εκτός σχεδίου, η αργοπορία στις επενδύσεις και τα καράβια που φοβούνται να δέσουν όταν η θάλασσα αγριεύει, είναι τα στοιχεία που κρατούν αυτά τα νησιά αραιοκατοικημένα. Η έλξη για τα απομονωμένα μέρη υφαίνεται μαζί με τις τοπικές δυσκολίες. Ονειρεύεται κανείς την απλότητα της ζωής για δέκα μέρες, παραβλέποντας τις ντόπιες αναποδιές μιας ολόκληρης χρονιάς.
Στον Σταυρό, τη Χώρα της Δονούσας, όλα τα εστιατόρια κοιτάζουν στη θάλασσα. Είναι ένα προνόμιο που το καλοκαίρι αποκτάει βαρύτητα: κορεσμένοι απ’ το τσιμέντο, οι επισκέπτες αποζητούν τον ορίζοντα. Η ανθρωπογεωγραφία πάλλεται όπως οι βάρκες στο λιμανάκι. Το βλέμμα επικεντρώνεται στο σταθμευμένο πλήθος: τα ποτά στον Σκαντζόχοιρο, τα γλυκά στην Ενάλια, το ψητό κρέας στο Ηλιοβασίλεμα. Η κατανάλωση κάτω από ταμπέλες μαγαζιών είναι η καρτ-ποστάλ του καλοκαιριού, όμως η αυθεντική εικόνα της ζωής ζωγραφίζεται στην προκυμαία.
Εκεί μαζεύονται οι άγουροι έφηβοι, που κάνουν την πρώτη τους εμφάνιση στη ζωή του καλοκαιριού. Αγόρια και κορίτσια επειδυκνύονται και παρουσιάζονται για πρώτη φορά αυτόφωτα στο πάλκο της Δονούσας. Δεν έχουν ξαναϋπάρξει ποτέ τόσο ζωντανοί: ανασαίνουν μόνο με τα μικρά τους ονόματα, και τα επώνυμα είναι μια κακοτυχία που θα την ξαναβρούν μπροστά τους αργότερα. Φέτος όμως, θα επικοινωνούν, θ’ ανακαλύπτουν και θα πληγώνονται. Θα διασχίζουν την παραλία του Σταυρού τρέχοντας απρόσεχτα στην άμμο και θ’ αλλάζουν τις πλευρές του νησιού πιο γρήγορα κι απ’ τις σκέψεις τους.
Για κάμποσα καλοκαίρια δεν θα υπάρχει καλό και κακό, θα υπάρχει μόνο το ανεξερεύνητο. Δεν θα καταλάβουν ότι όλο αυτό τέλειωσε παρά μόνο όταν σταθούν μπροστά απ’ το γκισέ μιας τράπεζας, στην ουρά της εφορίας ή στο κλουβί μιας δημόσιας υπηρεσίας. Όταν δηλαδή θα έχουν ξανά επώνυμο και θα ζουν κάτω από ταμπέλες.
*
Οι κουβέντες που κρυφακούει κανείς είναι πάντοτε οργανικό μέρος ενός ταξιδιού. Μολονότι δεν σμιλεύουν το τοπίο, προδίδουν κάτι για τον τόπο. Η Δονούσα είναι αποφθεγματική. Φραστικά πυροτεχνήματα υψώνονται στον ουρανό: άλλοτε ακουμπούν τον ήλιο κι άλλοτε παίρνουν μια θέση ανάμεσα στ’ αστέρια. Ακούει κανείς κουβέντες όπως “Το μοσχάρι έχει μεγάλη αξία” ή “Τρεις στις τριάντα θα κόψω και αν” ή ακόμα “Οι Έλληνες είναι πάντα συνεννοημένοι”.
Δεν είναι εύκολο ν’ αποκρυπτογραφήσει κάποιος αυτές τις δηλώσεις. Πιθανόν να μη σημαίνουν και τίποτα. Ωστόσο, ο δυνατός άνεμος επηρεάζει την τονικότητά τους. Αυτά τα αποφθέγματα γίνονται τότε μια άσκηση ορθοφωνίας. Πρέπει κανείς να κρατήσει τη φωνή του σταθερή αν θέλει ν’ ακουστεί στη Δονούσα. Το νησί δονείται από τον άνεμο -εξού και τ’ όνομά του- και βρίσκει κανείς απάγκιο μόνο στην ακροθαλασσιά. Η θάλασσα είναι ήσυχη, σχεδόν χασμουριέται, και καταπίνει τις πομπώδεις λέξεις σαν βότσαλα.
Όμως, ένα απόγευμα καταλαβαίνω πως η Δονούσα έχει εισχωρήσει κάτω από το δέρμα μου. Έχω μόλις ανέβει τον κακοτράχαλο δρόμο απ’ το Λιβάδι στο Μερσίνι και κοιτάζω το μικρό νεκροταφείο στην πλαγιά. Μια χούφτα τάφοι περιχαρακωμένοι από ασβέστη και πέτρα. Είναι ένας θάνατος με θέα. Όμως οι σταυροί κοιτάζουν στην ενδοχώρα κι αναρωτιέμαι μάλλον αποφθεγματικά: “Γιατί έπρεπε να τους θάψουν με πλάτη στη θάλασσα;”
*
Οι Ιταλοί υψώνουν τις πετσέτες απέναντι στο κύμα. Μόλις μαζέψουν τα πράγματά τους, σηκώνουν τις πετσέτες και τις αφήνουν ν’ ανεμίσουν. Δεν επιδεικνύουν κάποια ιδιαίτερη σπουδή: τις κρατούν πάνω απ’ τα κεφάλια τους κι ο άνεμος αναλαμβάνει να τις καθαρίσει. Στέκονται έτσι για δεκαπέντε δευτερόλεπτα, σαν ανθρώπινες σημαίες και κρυφοκοιτάζουν την Δονούσα κάτω απ’ το ύφασμα. Αντίθετα, οι Έλληνες, που όλο τον χειμώνα στοιχειώθηκαν απ’ τα γεμάτα νεκρούς καμιόνια του Μπέργκαμο, είναι πιο σχολαστικοί. Καθαρίζουν τις πετσέτες επιμελώς και περνούν τις παλάμες τους σαν αδέξιοι κιθαρίστες πάνω απ’ τα υφάσματα μέχρι να φύγει κι ο τελευταίος κόκκος άμμου.
Για ενδέκατο συνεχόμενο καλοκαίρι, φοράω στην παραλία τα ίδια παπούτσια. Κάθε Σεπτέμβρη μονολογώ πως ήταν η τελευταία τους χρονιά: είναι φθαρμένα, δεν εφαρμόζουν στα πόδια και φοβάμαι ότι ο χειμώνας θα τα συνθλίψει. Όμως κάθε καλοκαίρι αποδεικνύουν ότι έχουν τον τρόπο να περπατούν λίγες χιλιάδες βήματα ακόμα. Η συσσωρευμένη άμμος των νησιών -απ’ την Ανάφη ως τα Κύθηρα κι απ’ τη Σίκινο μέχρι τη Μήλο– πιθανότατα αποτρέπει την αποσύνθεση. Ίσως οι Ιταλοί να ξέρουν καλύτερα: η μνήμη της άμμου οξυγονώνει το καλοκαίρι.
*
Πρέπει κανείς να δει την Αμοργό απ’ την εκκλησία της Αγίας Σοφίας στο Μερσίνι. Κάθε φορά που ανεβαίνω το μονοπάτι απ’ το Λιβάδι, ο άνεμος είναι επιθετικός. Δεν υπάρχει σημείο που να μπορεί κανείς να σταθεί περιμένοντας το λεωφορείο για τον Σταυρό. Βρίσκω καταφύγιο στην αυλή της μικρής εκκλησίας και κάθομαι στο πεζούλι που βλέπει στη θάλασσα.
Είναι μια στενόμακρη αυλή κι ο λευκός τοίχος στα δεξιά έχει ένα μπλέ φινίρισμα που μοιάζει εύφλεκτο σαν το κεφάλι ενός σπίρτου. Απέναντι, η Αμοργός ξαπλώνει λουσμένη στο πορτοκαλί φως του απογεύματος. Αφράτα σύννεφα στέκονται πάνω απ’ αυτόν τον βράχο στη μέση του πελάγους, και πάνω ψηλά, πολύ πριν νυχτώσει, το φεγγάρι γίνεται μια αναφορά στο τοπίο: μοιάζει με βότσαλο που προτίμησε να ταξιδέψει.
Στις εφτά και τέταρτο το λεωφορείο κορνάρει μακρόσυρτα, όπως τα πλοία που σαλπάρουν. Άλλος τρόπος δεν υπάρχει για ν’ αντιληφθείς ότι ήρθε. Τα κεφάλια που ξαποσταίνουν στην αυλή της Αγίας Σοφίας βγαίνουν απ’ την ξύλινη πόρτα και προχωρούν λίγα μέτρα απέναντι στον άνεμο. Μπαίνουμε όλοι μέσα. Γκρίζα βράχια, σκορπισμένα κατσίκια κι ένα λεωφορείο που αγκομαχάει με είκοσι χιλιόμετρα την ώρα στις στροφές.
*
Στα ερημικά τοπία θυμάμαι συχνά τον Βιμ Βέντερς και “Το αλάτι της Γης”. Ένα βράδυ, στην ταβέρνα του Μήτσου στην Καλοταρίτισσα, απομακρύνομαι για να βρω σήμα και να καλέσω το μοναδικό ταξί του νησιού. Χωρίς να το καταλάβω, έχω βρεθεί δεκάδες μέτρα μακριά, μπροστά από τη σκοτεινή θάλασσα. Ένα μοναχικό δέντρο οριοθετεί το τέλος της στεριάς. Ακούω τη βοή απ’ τα κύματα. Όταν κοιτάζω πίσω μου φαίνεται μονάχα η φωτισμένη ταβέρνα μέσα στο σκοτάδι.
Στην απέναντι όχθη κάποιοι έχουν ανάψει μια μικρή φωτιά. Μόνο σκόρπια γέλια ακούγονται. Βλέπω εναλλάξ τις δυο φωτεινές κουκκίδες, της ταβέρνας και της φωτιάς. Βρίσκομαι στη μέση του Αιγαίου, στη μέση της νύχτας και στην άκρη της στεριάς. Θα μπορούσα να διαλέξω ανάμεσα στις δυο λαμπερές τελείες την πιο φιλόξενη αλλά το να είναι κανείς τόσο αποφασιστικός μέσα στην ερημιά μοιάζει ανυπόφορο.
*
Στην Τρυπητή, οι Ιταλοί γεννιούνται μέσα στη θάλασσα. Μια απ’ τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου, πηγαίνοντας εκεί βλέπω μόνο δύο άτομα. Μέρες τώρα ακούω ότι “απόψε το νησί θ’ αδειάσει”, όμως αυτό δεν γίνεται ποτέ. Εκείνη την ημέρα ωστόσο, το απόφθεγμα φαίνεται να έχει μια βάση. Για κάμποσα λεπτά η παραλία είναι ήσυχη.
Ένα τέταρτο αργότερα, μια παρέα κολυμπάει προς τη στεριά, μια άλλη ξεφυτρώνει περπατώντας πίσω απ’ τα βράχια και μια τρίτη κατεβαίνει το μονοπάτι. Είναι μια κανονική απόβαση, σχεδόν προμελετημένη, και σύντομα δυο ντουζίνες πετσέτες ξαπλώνουν στην παραλία. Μετράω πάνω από είκοσι κεφάλια, από εννιάχρονα παιδιά μέχρι δεκαοχτάχρονους εφήβους κι ανάμεσα τους στέκονται πέντε ενήλικες. Είναι σαν μια ακόμα μεγάλη γιορτή ιταλικού νεορεαλισμού, που όλο το καστ βγαίνει στην παραλία δίχως να καταλαβαίνει κάποιος το γιατί.
Η παραλία είναι ολοζώντανη τώρα. Οι Ιταλοί αγκαλιάζονται, σπρώχνουν ο ένας τον άλλο, βγάζουν τα μαγιό τους, τρέχουν στην άμμο. Αργότερα το ίδιο βράδυ, τους συναντώ στο Κύμα, μια παραθαλάσσια ταβέρνα στον Σταυρό. Πίνουν και γελάνε κι οι Έλληνες πελάτες λένε “Πάμε απ’ την άλλη μεριά, εδώ έχει Ιταλούς που κάνουν φασαρία”.
Το καλοκαίρι του ’20, το θλιμμένο πνεύμα του κι οι χίλιες αντιφάσεις που σιγοβράζουν πλάι στη θάλασσα.
*
Τελευταίες βουτιές στο Λιβάδι και σύντομες καταδύσεις για να δω από κοντά τους κρυστάλλινους αχινούς. Ένα βιαστικό μπάνιο στην υπαίθρια ντουζιέρα κι ύστερα στην ουρά του λιμανιού. Μάσκα για οχτώ ώρες, αποστάσεις κι ένας μεσήλικας με μπλε κοστούμι να τρέχει το κουλουάρ του σαλονιού και να διαλαλεί τα μέτρα του ταξιδιού.
Κάθε τόσο δραπετεύω στο κατάστρωμα για ένα βιαστικό τσιγάρο. Ό,τι κάνει τη ζωή υποφερτή έχει δαιμονοποιηθεί φέτος. Σαν μια συνήθεια της Δονούσας, παρατηρώ τους Ιταλούς στο κατάστρωμα. Άλλοι κρέμονται απ’ τις κουπαστές και κοιτούν τα κύματα, άλλοι κατεβάζουν τις μάσκες μέχρι να τους αφορήσει ο δρομέας με το μπλε κοστούμι, κι άλλοι τσιμπολογάνε τυρόπιτες. Δίχως να το ξέρουν, έχουν φέρει μαζί τους ένα δράμα και μια εικόνα: το πώς τους θέρισε ένας ιός και το πώς ξανάπιασαν το νήμα της ζωής. Αυθόρμητοι και θαρραλέοι, οι Ιταλοί σώζουν το ελληνικό καλοκαίρι.
(Σεπτέμβριος 2020)