Ο καπνός του αργού πλοίου

Ο άνεμος χτυπάει αλύπητα τις πλαγιές κι όλες οι βάρκες που δένουν στο μικρό λιμάνι μοιάζουν με σκαλισμένα βότσαλα. Ένας ανηφορικός δρόμος σπρώχνει αργά το απόγευμα τους ταξιδιώτες στη Χώρα, κι όπως ο ήλιος δύει πίσω της, αντικρύζει κανείς μόνο ένα περίγραμμα: ξύλινες κολόνες του ηλεκτρικού ρεύματος, κεραίες τηλεόρασης και μια συστάδα σπίτια με φόντο τον πορτοκαλί ουρανό. Είναι ένας οικισμός που απλώνεται μακρόστενα στην κορυφή του νησιού και θυμίζει ζάρια που σκόρπισαν από μια μοναδική παρτίδα που παίχτηκε κάποτε κάτω απ’ τον ουρανό. Λόφοι που καταπίνουν ο ένας τον άλλο ζωσμένοι με ξερολιθιές -και πέρα χαμηλά, η θάλασσα.

Μία λωρίδα γης ολόκληρη η Ανάφη. Δυο ντουζίνες Άγιοι την εποπτεύουν μέσα απ’ τα ξωκλήσια τους, σκόρπια φυλάκια από ασβέστη μ’ ένα μοναχικό παράθυρο στο Αιγαίο. Στις ταβέρνες της Χώρας, που στην πραγματικότητα είναι σπίτια με φιλόξενες αυλές, οι κουβέντες των ντόπιων πάντα καταλήγουν σε κάποιον Άγιο που τους βοήθησε όταν το σώμα τούς πρόδωσε. Μια γυναίκα αφηγείται πώς γλίτωσε τον πνιγμό όταν κολυμπούσε: κοίταξε πίσω απ’ τα ψηλά κύματα τη στεριά κι είδε την εκκλησία των Αγίων Αναργύρων. Αν εκείνη την μέρα επιβίωνε, υποσχέθηκε πώς θα τελούσε μια λειτουργία. Διηγείται ξανά απόψε την ιστορία με τα χέρια της σταυρωμένα στο στήθος.

Όλοι αυτοί οι ντόπιοι που κοιτάζουν τον ορίζοντα και λένε ιστορίες για τα κύματα, παρατηρούν με οξύτητα τους επισκέπτες. Οι ηλικιωμένες γυναίκες, ντυμένες στα μαύρα, ξορκίζουν το πένθος τους κοιτώντας τα λινά ρούχα των παραθεριστών, που προδίδουν εισοδήματα μεσοαστικά και ζωή περίπλοκη. Χρειάζεται κανείς να πει ένα «Γεια» για να στρέψει αλλού τα βλέμματα και να διασχίσει τα στενά σοκάκια δίχως να τον ακολουθούν σκόρπια ζευγάρια μάτια. Αυτή η λέξη είναι αρκετή για να εξανεμιστεί η εικόνα του ξένου, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που διαλύεται στον ουρανό ο καπνός του αργού πλοίου που τον έχει φέρει στην Ανάφη: σαν μια δοξασία που ξεψυχάει.

Τα κύματα της Ανάφης

Αναφη

Δεν αργεί κάποιος να συνηθίσει αυτόν τον οικισμό πάνω στο βράχο κι η αρχική τέρψη μετατρέπεται σύντομα σ’ ανεμελιά. Είναι απελευθερωτικό ν’ ανεβαίνεις σκαλοπάτια ανάμεσα σε τοίχους που δεν καταπιέζουν και κρατούν τον άνεμο μακριά. Εδώ, το εμπόριο βρίσκεται ακόμα στην αρχαϊκή του μορφή και το να νιώθει κανείς άφραγκος ή ασήμαντος δεν είναι μια κακοτυχία, αλλά μια ευκαιρία για πρόσβαση σ’ ό,τι απομένει απ’ τη ζωή όταν της αφαιρέσεις όλες τις συμβάσεις. Η θάλασσα, η γη κι οι θάμνοι με τα πιπεράτα αρώματα, στέκουν εκεί σαν ένα άγουρο καλοκαίρι.

Κάτω στο Κλεισίδι, στην φαρδιά παραλία με τα αρμυρίκια, ένα ευκαιριακό πλήθος ξαποσταίνει πλάι στη φουρτουνιασμένη θάλασσα. Τα σώματα που χτίστηκαν απ’ τα γυμναστήρια και τις δίαιτες προτιμούν να ξαπλώνουν αυτάρεσκα στην παραλία και να σκάβουν με τα πέλματά τους λαγούμια στην άμμο. Όλη αυτή η ζωή της διατήρησης και της συντήρησης στέγνωσε τον κίνδυνο από μέσα τους κι απομένουν να κολυμπούν στη θάλασσα οι μεσήλικες, που δεν έχουν ν’ απωλέσουν ψευδαισθήσεις τελειότητας. Η επιθυμία τού να υπάρχεις υπερισχύει απέναντι στην επιθυμία του να βάζεις εκ του ασφαλούς τα δυνατά σου.

Σε αντίθεση με την ξιπασμένη Σαντορίνη απέναντι, εδώ δεν υπάρχει η κακογουστιά της ξαπλώστρας. Φέρνει κανείς ντομάτες, τυρί και νερό και προσπαθεί να βολευτεί όπως-όπως κάτω απ’ τ’ αρμυρίκια. Έχει τότε όλο το χρόνο για να δει τον ήλιο να διαγράφει την τροχιά του, να φανταστεί τα κύματα που συντρίβονται στον Μονόλιθο, να παρατηρήσει τα μυρμήγκια που τρέχουν στην άμμο και να νιώσει ευγνωμοσύνη για τον απαλό άνεμο που επισκέπτεται πού και πού την παραλία και δροσίζει το αλατισμένο κορμί. Η λυσσασμένη θάλασσα ξεσπάει σ’ ένα γαλήνιο τοπίο, όπως ξεσπάει ένας άνθρωπος όταν τον πνίγει η αδικία. Πρέπει, όμως, να ξέρεις να υπομένεις αυτό το προανθρώπινο μένος: απέναντι στη θάλασσα δεν χρειάζονται αναχώματα.

Οι άνθρωποι στον ολόλευκο βράχο

παραλια αναφη

Οι καμπύλες των λευκών σπιτιών μιμούνται τις καμπύλες του τοπίου. Αυτές οι υποψιασμένες σκεπές, έχουν δει ανθρώπους να φεύγουν για τις μακρινές πόλεις και να μην ξαναγυρνούν ποτέ. Ξέρουν ότι θα κοιμήσουν εκατόν πενήντα κεφάλια τον χειμώνα, ανθρώπους που δεν θα τολμούν να βγουν απ’ το σπίτι όταν ο άνεμος θα σφυρίζει δίχως έλεος. Θα περιμένουν μια τελευταία δόση ελπίδας απ’ το καράβι, που εμφανίζεται όλες κι όλες δυο φορές τη βδομάδα, σαν ένα καρέ από ταινία του Βισκόντι. Είναι ωστόσο η τόνωση του ηθικού που τους κρατάει ζωντανούς, όχι οι προμήθειες.

Αυτοί οι λόφοι που διασχίζει καθημερινά το λεωφορείο με χαμηλή ταχύτητα απομονώνουν τη Χώρα απ’ το υπόλοιπο νησί. Οι φιδίσιοι δρόμοι μοιάζουν να σπρώχνουν μακριά τον Μονόλιθο, που στέκει μόνος του στην άκρη μ’ ένα μοναστήρι στην κορυφή. Αγναντεύει κανείς απ’ το ύψωμα δυο νησιά με γλαφυρά ονόματα, την Παχειά και τη Μακρά, που δοκιμάζουν πρώτα τις διαθέσεις του καιρού. Οι πεζοπόροι στο δρόμο για τον Μονόλιθο κοιτάζονται μ’ ένα είδος συνενοχής. Κανείς δεν αποκαλύπτει το μυστικό του, κανείς δεν ενδίδει στον πειρασμό να μοιραστεί τη ζωή του μ’ έναν ξένο που συνάντησε τυχαία στο δρόμο για την απεραντοσύνη.

Σαν κουκίδες πάνω στο άνυδρο τοπίο, οι άνθρωποι προχωρούν προς τον ολόλευκο βράχο λες κι αρμενίζουν πάνω από μια θάλασσα τραυμάτων.

Στα σκαλοπάτια της μικρής πλατείας

Αργά το απόγευμα, τα ψηλόλιγνα κορίτσια κάθονται στα σκαλοπάτια της μικρής πλατείας κι οι ντόπιοι κοιτούν τα μουσκεμένα μαλλιά τους. Είναι ένα σημείο που το σοκάκι φαρδαίνει και μοιάζει να οριοθετείται απ’ τα δύο μίνι-μάρκετ του νησιού. Οι άντρες κάθονται στις ψάθινες κάρεκλες των καφενείων κι ακούν το γέλιο των κοριτσιών, προτού βυθιστούν ξανά σε μια κουβέντα για την καθημερινή ζωή. Το κυνήγι, η συζήτηση για τα ανταποδοτικά τέλη, το νερό που πρέπει να φτάσει στις πεζούλες, οι δωματιούχοι. Ανάβουν τσιγάρα, ξεφυσούν καπνό κι όταν απομένει πια μόνο το φίλτρο τα σβήνουν στο τασάκι, με κάτι δάχτυλα θαρρείς από ατσάλι. Έχουν ξεχάσει τα περαστικά κορίτσια κι είναι τόσο απορροφημένοι στην κουβέντα, που μοιάζουν να μη θυμούνται ότι μέσα στα τασάκια της Ανάφης ξαπλώνει πάντα μια βρεγμένη χαρτοπετσέτα, για να μη σκορπίζουν οι στάχτες απ’ τον άνεμο.

Δεν είναι οι άνθρωποι που αφήνουν τη νύχτα να πέσει, αλλά η ίδια η πλατεία. Η νύχτα στην Ανάφη μοιάζει απαράλλαχτη εδώ κι αιώνες: ένα φωτεινό σειρήτι στην κορυφή ενός βράχου κι από κάτω απύθμενο σκοτάδι. Οι κουβέντες μοιάζουν να καταγράφονται από έναν στενογράφο που χρησιμοποιεί την τελευταία του κιμωλία. Η υγρασία σβήνει τις λέξεις, κι όταν ξημερώσει, κανείς δεν θυμάται τι υποσχέθηκε το προηγούμενο βράδυ. Κι αυτό επαναμβάνεται συνεχώς, δίχως σταματημό, κάθε νύχτα. Όμως, την ημέρα που θα φύγει κάποιος με το πρωινό καράβι, θα δει απ’ τη θάλασσα για τελευταία φορά την Ανάφη. Ψηλά, στην κορυφή του βράχου, η Χώρα εμφανίζεται σαν μια λευκή, τρεμάμενη γραμμή. Είναι ζωγραφισμένη, φυσικά, με κιμωλία.

*Ευχαριστώ θερμά τα δωμάτια Dream Anafi για την εξαιρετική φιλοξενία.