Τα ενδιάμεσα μέρη
Υπάρχουν κάποια μέρη που αξίζουν την ευγνωμοσύνη μας, έστω κι αν ποτέ δεν την απαίτησαν. Δεν ήταν ούτε για μια στιγμή της μόδας και κανένας ποιητής δεν συνομίλησε μαζί τους. Δεν ερωτευτήκαμε ποτέ στα ενδιάμεσα μέρη. Κι αυτό, πιθανότατα επειδή δεν σταματήσαμε ποτέ σ’ αυτά. Τα μάτια μας είδαν πολλές τέτοιες τοποθεσίες ταξιδεύοντας με το αυτοκίνητο, με το τρένο ή το λεωφορείο. Εδώ, τα αεροπλάνα έχουν ένα πλεονέκτημα και μια κακοτυχία: τα ενδιάμεσα μέρη δεν φαίνονται απ’ τα παράθυρά τους.
Τα ενδιάμεσα μέρη είναι ταπεινά, σαν τις καρέκλες των γιαγιάδων μας. Αυτές οι παλιές καρέκλες είναι σφηνωμένες σε μια γωνιά: τα πόδια τους τρίζουν και το ύφασμα είναι ξεφτισμένο απ’ τις λησμονημένες πια βεγγέρες. Είναι τόσο παλιές όσο κι ο κόσμος των γιαγιάδων. Ωστόσο, οι παλιές καρέκλες -όπως και τα ενδιάμεσα μέρη- είναι εκεί για να καλωσορίσουν. Κανείς δεν σκέφτεται να καθήσει από φόβο μήπως τις καταστρέψει. Στέκουν εκεί σαν μια νησίδα αναμνήσεων στη θάλασσα του παρελθόντος. Μολονότι όλοι αγαπούν τα νησιά, κανένας δεν εκτιμά ιδιαίτερα τις βραχονησίδες.
Τέτοια είναι κι η ταπεινότητα που συνοδεύει τα ενδιάμεσα μέρη. Δεν κουβαλούν ιστορίες μυθικές ούτε αξιοθέατα. Κάποιες φορές, μπορεί να δεις ένα ενδιάμεσο μέρος στο δρόμο από το αεροδρόμιο για το κέντρο μιας πόλης. Μπορούν να πάρουν τη μορφή ενός χωραφιού ή ενός κουρασμένου σπιτιού. Τα κοιτάς αυτά τα μέρη δίχως διψασμένα ή συναισθηματικά μάτια. Κανείς δεν μαγνητίζεται: κρατάμε την εκτίμηση για τα κατάφωτα ζαχαροπλαστεία, τα πολυτελή καταστήματα ή τα μουσεία, επειδή πιστεύουμε ότι σ’ όλα αυτά μπορούμε να γευτούμε κάτι απ’ τη ζωή.
Δεν ταυτιζόμαστε με τα ενδιάμεσα μέρη. Η ύπαρξή τους μας είναι μάλλον αδιάφορη. Νομίζουμε ότι μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αυτά, ότι αν ένα γιγαντιαίο χέρι τα σβήσει δεν θα μας λείψουν καθόλου. Σε τελευταία ανάλυση, ποια είναι αλήθεια η συνεισφορά τους στις αναμνήσεις; Καμία, απαντάμε. Κι όμως, κάποιες φορές, οι φευγαλέες εικόνες που εμφανίστηκαν πίσω από ένα παράθυρο, μεγαλώνουν μέσα μας. Καμιά φορά, όταν σκεφτόμαστε ένα παλιό ταξίδι, κάποιο απ’ αυτά τα ενδιάμεσα μέρη ξεπηδάει ζωντανό, ακατέργαστο, φρέσκο.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί, έτσι ξαφνικά, μια ξεχασμένη, σχεδόν ανορθόγραφη, εικόνα αναδύεται απ’ το σκοτάδι;
Τα ενδιάμεσα μέρη κι ο περίπατος των αναμνήσεων
Δείχνουμε ευγνωμοσύνη μόνο στις τακτοποιημένες αναμνήσεις. Για ένα αρχιτεκτονικό κομψοτέχνημα ή για ένα εξαίρετο δείπνο. Πόρτες και παράθυρα σε αρμονία, πιάτα και ποτήρια που συνθέτουν τη συμφωνία του καλού γούστου. Το μυαλό εκτιμά την τάξη και μολονότι θαυμάζεται ως ένας τέλειος μηχανισμός, είναι τόσο βίαιο που μπορεί να διαγράψει οτιδήποτε ανεπιθύμητο. Ποτέ δεν θυμάται κάποιος ένα μνημείο με καλώδια του ηλεκτρικού ρεύματος να τρέχουν μπροστά του. Καθετί που αμφισβητεί την ομορφιά πρέπει να διαγραφεί.
Όμως, τα ενδιάμεσα μέρη δεν αποζητούν κάτι τέτοιο. Επιτρέπεται να θυμάσαι τα ξερόχορτα, τα τενεκεδάκια ή τις ξεχασμένες πλαστικές σακούλες. Η όποια αξία τους πηγάζει απ’ την απουσία παρέμβασης.
Θυμάμαι, για παράδειγμα, μια διαδρομή με ταξί απ’ το αεροδρόμιο του Μινσκ προς την πόλη. Χωράφια, χωράφια, κι ακόμα περισσότερα χωράφια. Κι εκεί, στη μέση του πουθενά, ένας κιτς ανεμόμυλος. Δεν πρόλαβα να επιμεληθώ τη φευγαλέα εικόνα κι απλά την ψευτοκατέγραψα. Και, φυσικά, την ξέχασα.
Χρόνια αργότερα, διαβάζοντας για την κατάσταση στη Λευκορωσία, θυμήθηκα τις μέρες που πέρασα εκεί. Όμως, δεν μου ήρθε στο μυαλό ούτε το κτήριο της Κα-Γκε-Μπε ούτε η ιστορία του Λι Χάρβει Όσβαλντ. Όχι, δεν θυμήθηκα το Πάρκο Γκόρκυ ούτε εκείνη τη μεγάλη λεωφόρο, όπου ένας μεθυσμένος μου ζητούσε τσιγάρα, χρήματα και -βασικά- κουβέντα.
Διαβάζοντας τα νέα, θυμήθηκα απλά τον ανεμόμυλο.
Πού βρίσκονται τα ενδιάμεσα μέρη
Σε αντίθεση μ’ αυτό που φαντάζεται κανείς, τα ενδιάμεσα μέρη βρίσκονται παντού ολόγυρά μας. Πιστεύουμε ότι αν τα διασχίσει κανείς μια φορά δεν τα ξαναβλέπει. Γι’ αυτό κι η ύπαρξή τους είναι αμφίβολη: επειδή κανείς δεν μιλάει γι’ αυτά. Υπάρχουν, άραγε, στ’ αλήθεια;
Όμως τα ενδιάμεσα μέρη δεν είναι απλά σύντομες λωρίδες γης σε χαρτογραφημένες επιφάνειες. Τα ενδιάμεσα μέρη καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο κομμάτι της Γης -καθώς και του πλανήτη εντός μας. Ο ανοιχτός χώρος που διανύουμε όταν ταξιδεύουμε είναι ένα ενδιάμεσο μέρος. Τον χρησιμοποιούμε -νομίζουμε- για να μετακινηθούμε από μέρος σε μέρος. Όμως, τελικά, η αλήθεια είναι πως αυτά τα μέρη χρησιμοποιούν εμάς.
Μας χρησιμοποιούν για να μας εκπαιδεύσουν. Δεν μαθαίνουμε, λέμε, τίποτα απ’ όλες αυτές τις φευγαλέες εικόνες που βλέπουμε πίσω απ’ τα παράθυρα. Κι όμως, ασυνείδητα, εκπαιδευόμαστε. Μαθαίνουμε πως για κάθε ενδιάμεσο μέρος εκεί έξω, αντιστοιχεί κι ένα μέσα μας. Είμαστε γεμάτοι από ξερότοπους και εύφορες πεδιάδες, μέσα μας επιπλέουν ξεχασμένες πλαστικές σακούλες και μισογκρεμισμένοι τοίχοι. Είναι μάλιστα φορές, που μια διαδρομή απ’ το αεροδρόμιο στο κέντρο ισοδυναμεί μ’ ένα ταξίδι από μια αποτυχία στην επόμενη.
Διασχίζουμε τη ζωή πιστεύοντας ότι η αφετηρία μιας διαδρομής ήταν μαγική και υποψιαζόμαστε πως το τέλος της θα είναι μεγαλειώδες. Μετά, απασχολούμαστε με εφήμερους στόχους και αγνοούμε όλα μας τα παράθυρα που έχουν θέα στον κόσμο. Το να είναι κανείς πολυάσχολος παραμένει ένα απ’ τα πιο φαιδρά στοιχεία της σύγχρονης ζωής.
Αγγίζοντας τελικά τον στόχο, αναρωτιόμαστε αν άξιζε τελικά η ταλαιπωρία.
Εξαλείφοντας τον συμβολισμό
Δεν υπάρχει τίποτα λιγότερο ηρωικό από ένα ενδιάμεσο μέρος. Βρίσκεται εκεί για να το διασχίσεις κι είναι τόσο δημοκρατικό που είναι διαθέσιμο σε όλους. Ούτε αναμνήσεις, ούτε μύθοι, ούτε καν ένας ασθενικός γλόμπος να φωτίζει τη σημαντικότητά του. Είναι μια αγνή εντύπωση που περνάει απαρατήρητη.
Όταν, όμως, θυμήθηκα αυτό τον ανεμόμυλο, θέλησα αμέσως να τον ανυψώσω σε κάτι πιο σημαντικό. Έπρεπε να σημαίνει κάτι παραπάνω, σκέφτηκα. Ύστερα, άρχισα τις αναλογίες: απ’ το κάλεσμα σε μια απλή ζωή μέχρι τον Δον Κιχώτη. Ωστόσο ο ανεμόμυλος, αυτό το μάλλον παράταιρο στοιχείο στη μέση του πουθενά, αρνήθηκε αυτή την προέκταση, όπως το σώμα αρνείται μια μη συμβατή καρδιά.
Ο ανεμόμυλος θέλησε να μείνει ελεύθερος από συμβολισμούς. Ήταν σαν να προτίμησε να μείνει αποκομμένος απ’ τα πάντα. Αυτό που επιθυμούσε, δηλαδή, ήταν να παραμείνει ακατέργαστος. Το ν’ ασπαστεί κανείς, όμως, το ακατέργαστο δεν είναι κοινωνικά μεταδοτικό: οι άνθρωποι χρειάζονται φίλτρα και ψευδοστρώσεις. Επιμελούμαστε τις αναμνήσεις μας επειδή πιστεύουμε πως έτσι θα αναδυθεί ένα βαθύτερο νόημα. Πρέπει να το παραδεχθούμε: προτιμάμε ένα μπουκέτο φιλτραρισμένων φωτογραφιών για το άλμπουμ της ζωής μας παρά μια ατελείωτη ερασιτεχνική σεκάνς γυρισμένη σε Super 8.
Και κάπου εκεί, ανάμεσα στο στρες της επιμέλειας και την απουσία νοήματος, συναντάμε τα ενδιάμεσα μέρη. Στέκονται εκεί, στο πουθενά, με την ασημαντότητά τους ανέπαφη. Η θέα τους δεν μας σοκάρει, μας αφυπνίζει ωστόσο πρόσκαιρα απ’ τον λήθαργο. Αν ανακαλούμε τέτοια μέρη, είτε όταν ονειρευόμαστε είτε όταν είμαστε ξύπνιοι, είναι επειδή μας θυμίζουν κάτι.
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς τι. Μας θυμίζουν ότι είμαστε ζωντανοί όχι επειδή εκπληρώσαμε έναν στόχο ή σταθήκαμε εκστατικοί μπροστά σ’ ένα μνημείο. Όχι. Μας υπενθυμίζουν απλά ότι διασχίζουμε τη ζωή αλλά είμαστε πολύ απασχολημένοι για να την αποτιμήσουμε. Οι στόχοι μάς τύφλωσαν και γι’ αυτό -τελικά- το βαθύτερο ταξίδι ματαιώθηκε. Τα σύντομα ξυπνήματα στη μέση του πουθενά απέτυχαν να μας διδάξουν κάτι. Κανένας ανεμόμυλος δεν μας εξήγησε γιατί καταλήξαμε να κυνηγάμε ό,τι μας θάμπωσε.
Θυμάμαι πως όταν άφησα αυτόν τον ανεμόμυλο πίσω, σκέφτηκα κάτι αφόρητα πεζό. Αναρωτήθηκα αν το δωμάτιο του ξενοδοχείου θα είχε μπαλκόνι. Έπειτα, βγήκα απ’ το ταξί και δεν ξανασκέφτηκα τον ανεμόμυλο. Καινούργιοι στόχοι εγκαταστάθηκαν στο μυαλό μου.
Έκτοτε, διέσχισα πολλά ενδιάμεσα μέρη. Μόνο τώρα τελευταία άρχισα να τους δίνω παραπάνω σημασία. Τώρα πια, θυμάμαι ολοένα και πιο συχνά τον λευκορώσικο ανεμόμυλο. Αναπολώ επίσης τις ξερολιθιές της Δονούσας κι όχι τις παραλίες της· ανακαλώ τα πλακάκια στο μετρό του Βερολίνου και καθόλου την Πύλη του Βραδεμβούργου. Ακόμα κι όταν ο νους μου γυρνάει στην Ανάφη, δεν φαντάζομαι τον εαυτό μου ξαπλωμένο κάτω απ’ τα μοναχικά αρμυρίκια. Θυμάμαι μόνο τα χρυσαφένια ξερόχορτα που διέσχισα.
Πλέον, μπορώ να ονειρευτώ το μέλλον μόνο όταν σκέφτομαι τα ενδιάμεσα μέρη. Είμαι βέβαιος, όμως, ότι τα ενδιάμεσα μέρη θα το απέρριπταν αυτό, με τον τρόπο που οι παλιές καρέκλες απωθούν τους καλεσμένους. Αυτές οι περήφανες εκτάσεις, όσο κι αν μετεωρίζονται, δεν κοιτούν ποτέ προς το μέλλον.
(Νοέμβριος 2020)