300 Βαθμοί Κέλβιν το Απόγευμα: Δέκα χρόνια μετά
Οι 300 Βαθμοί Κέλβιν το Απόγευμα εκδόθηκαν τον Ιούνιο του 2007, τις ημέρες της μεγάλης φωτιάς στην Πάρνηθα. Θυμάμαι ακόμα να πιάνω το βιβλίο στα χέρια μου για πρώτη φορά κι απ’ τον ουρανό να πέφτουν στάχτες απ’ τα καμένα δέντρα του κοντινού βουνού. Η συγκυρία ήταν παράξενη: ένα μυθιστόρημα στο οποίο η κυριαρχία της φύσης απέναντι στον άνθρωπο είχε πρωταγωνιστικό ρόλο είχε εκδοθεί την εποχή που η μανία του ανθρώπου απέναντι στη φύση έδειχνε το χειρότερό της πρόσωπο.
Ξεκίνησα να γράφω τους 300 Βαθμούς Κέλβιν το Απόγευμα το καλοκαίρι του 2003, σ’ ένα μικρό διαμέρισμα στο Όσλο. Είχα ανακαλύψει την ιστορία των τριών εξερευνητών έναν χρόνο νωρίτερα, σ’ ένα μακρύ ταξίδι με τρένο στο Βορρά της Νορβηγίας. Ακόμα και σήμερα, αναρωτιέμαι συχνά γιατί επέλεξα αυτή την ιστορία ως θέμα για το πρώτο μου βιβλίο, αλλά καμιά απάντηση δεν μοιάζει ικανοποιητική. Το μόνο που ήξερα ήταν πως ήθελα να γράψω για εκείνο το παλιό και ξεχασμένο ταξίδι των τριών αντρών, για το πόσο παράλογο ήταν τ’ όνειρό τους να κατακτήσουν για πρώτη φορά τον Βόρειο Πόλο, για να ελέγξω ίσως κατά πόσο όντως υπήρξαν ρομαντικές εποχές και δεν πρόκειται τελικά απλώς για μια ψευδαίσθηση όσων ζουν τις ζωές τους σε ενεστώτα χρόνο.
Κοιτάζοντας σήμερα το οπισθόφυλλο με την περίληψη, νιώθω ότι το κείμενο φτάνει σε μένα σαν ένα γράμμα απ’ το παρελθόν, απ’ τα ημερολόγια ίσως των τριών εξερευνητών. Έγραφε:
«Άνοιξη 1897. Δύο πλοία ξεκινούν από το λιμάνι του Γκέτεμποργκ. Επιβάτες τους ο Σάλομον Αντρέ, ο Νιλς Στρίντμπεργκ και ο Κνουτ Φράνκελ. Μαζί τους ταξιδεύουν ένα πλήθος σκεπτικών μετεωρολόγων, καχύποπτων δημοσιογράφων, αγχωμένων μηχανικών και ταλαντούχων σκιτσογράφων. Κατεύθυνση των πλοίων, η Αρκτική θάλασσα.
Μέρες μετά, η πορεία των τριών αντρών στον παγωμένο Βορρά καταλήγει σε μια αινιγματική καλύβα στην άκρη του κόσμου και σ’ ένα αερόστατο -και τότε θ’ αρχίσει το πραγματικό τους ταξίδι.
Κι ενώ ο 20ος αιώνας ξεπροβάλλει και η κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη Γη μοιάζει να ολοκληρώνεται, οι τρεις τους φαίνονται αποφασισμένοι να βάλουν τη σφραγίδα τους στον αιώνα που έρχεται με ένα παράτολμο εγχείρημα που έχουν σχεδιάσει, στο οποίο όμως μονάχα οι νότιοι άνεμοι μπορούν να τους βοηθήσουν. Έπειτα από μια μεγάλη περιπλάνηση, το φθινόπωρο θα τους βρει σ’ ένα λευκό νησί…
Χρόνια αργότερα μέσα από μια διαδοχή αντικειμένων, εντυπώσεων και επισκέψεων, η ιστορία συνεχίζεται…»
Σήμερα, δέκα χρόνια αργότερα, το δικαιώματα του βιβλίου φεύγουν απ’ τον εκδότη κι επιστρέφουν στον συγγραφέα. Μέσα στους επόμενους μήνες θα δουλέψω πάνω στην αναθεωρημένη έκδοση των «Κέλβιν» (όπως πολλοί τους αποκάλεσαν χαϊδευτικά) καθώς επίσης και σ’ έναν εκτεταμένο πρόλογο. Η επόμενη στέγη του βιβλίου θ’ αναζητηθεί το προσεχές διάστημα, με την ελπίδα να προσφέρει περισσότερη θαλπωρή στην ιστορία τριών ανθρώπων που χάθηκαν μέσα σ’ ένα ολόλευκο τοπίο, ίδιο με τις αδειανές σελίδες στα ημερολόγιά τους.
Αντί επιλόγου, παραθέτω εδώ την πρώτη παράγραφο του βιβλίου, χωρίς καμία διόρθωση:
«Αδιάφορη για το τί θα γεννηθεί ή θα χαθεί για πάντα, η ακοίμητη θάλασσα σκαρώνει μεσοπέλαγα ένα κύμα με τη βοήθεια του ανέμου, το οποίο πολλαπλασιάζεται σαν αμοιβάδα, κι έτσι, λίγα λεπτά αργότερα ένα κοπάδι έχει σχηματιστεί και το στοίχημα του είναι να φτάσει ως το λιμάνι και ν’ αλατίσει τις προβλήτες, δίχως διάθεση καταστροφής. Τα πρώτα αλιευτικά έχουν λύσει τους κάβους τους μέσα σ’ ένα απαλό φως πρωινού και ξανοίγονται αργά, τυλιγμένα από μια ομίχλη που κάθεται στο νερό. Καθένα ξεχωριστά δίνει το στίγμα του μ’ ένα αναμμένο πυροφάνι κι όλα μαζί συνθέτουν ένα πρόσκαιρο χωριό, χτισμένο πάνω στη θάλασσα και προορισμένο να διαλυθεί όταν ανέβει ο ήλιος και σηκωθούν τα δίχτυα. Απ’ τα στόματα των ναυτικών, που καμιά φορά λένε τραγούδια περασμένα από γενιά σε γενιά όπως το επάγγελμα τους, κρέμονται τσιμπούκια με φτηνό καπνό, ενώ στα πρόσωπα τους τα γένια φυτρώνουν πυκνά -ίδια με τα αγριόχορτα στις πλαγιές- και κανένα ξυράφι δεν τολμάει να τα πειράξει, μια άρνηση η οποία διαβάζεται εύκολα στα μάτια τους, που δεν γυρίζουν να κοιτάξουν τη στεριά παρά μόνο όταν τα δίχτυα έχουν απλωθεί, και τότε η πολίχνη στα πόδια της θάλασσας μοιάζει με παρηγοριά, επειδή συνειδητοποιούν για ποιο λόγο αρμενίζουν και αυτό το χάραμα, τόσο κοντά στο νυσταγμένο Γκέτεμποργκ αλλά τόσο μακριά από τα ωράριά του. Η ομίχλη, νυσταλέα και η ίδια, αλλάζει πού και πού πλευρό φανερώνοντας πότε τη μια πλευρά της κωμόπολης, πότε την άλλη, σπάνια και τις δύο, ενώ συχνά ντύνει σαν νυχτικό το Γκέτεμποργκ και τίποτα δεν φαίνεται πια. Ακόμα και την άνοιξη το φαινόμενο δεν σπανίζει, κι εκείνο το μαγιάτικο ξημέρωμα, που δεν διαφέρει σε τίποτα από τα προηγούμενα ούτε απ’ αυτά που θα ‘ρθούν, οι ναυτικοί νιώθουν μόνοι, πολύ μόνοι, αφού άνθρωπος δεν περπατάει στο λιμάνι και μονάχα δυο-τρία σκυλιά γαβγίζουν εκεί, ενώνοντας τις φωνές τους με το θρήνο των γλάρων που στριφογυρίζουν στα τυφλά με ψόφια ψάρια στο στόμα.»