Είναι ο Μάρτης των φόβων και των αναμνήσεων. Στο τέλος κάθε κατηφορικού δρόμου η θάλασσα εμφανίζεται παγωμένη. Μεγάλα κομμάτια πάγου επιπλέουν στο νερό σαν μελαγχολικά νησιά. Μπλε απόκοσμο φως όλη την ημέρα. Ο άνεμος μαστιγώνει τα πρόσωπα ως υπενθύμιση ότι εδώ ο χειμώνας τελειώνει πάντοτε αργά. Είναι μια ψυχρή πνοή που έρχεται από μακριά, απ’ την ιστορία του Ελσίνκι, που απαλλάχθηκε απ’ τους δεσπότες αλλά όχι απ’ τους αρχιτέκτονες.

Τα τραμ, νυσταγμένα αλλά πειθήνια, μεταφέρουν τα πιο χοντρά παλτά του χειμώνα. Οι ραφές έχουν ξηλωθεί εξαιτίας των διπλών πουλόβερ που κρύβουν και τα μάτια διαβάζουν τους συνεπιβάτες σαν ένα βιβλίο χωρίς μέση και τέλος. Τα περισσότερα απ’ αυτά τα χοντρά παλτά σταματούν μπροστά απ’ τον κεντρικό σταθμό, που η είσοδός του καλύπτεται διαρκώς από μια σκιά αμφιθεατρική. Πόρτες ανοίγουν, πόρτες κλείνουν κι οι επαίτες τριγυρνούν ψαρεύοντας μόνο τους στρυφνούς επιβάτες που βγαίνουν απ’ την πύλη: είναι το βλέμμα αυτό που αναζητούν, όχι το πορτοφόλι. Πρέπει κανείς να σταθεί ένα τέταρτο μπροστά απ’ αυτόν τον σταθμό επειδή εκεί συμπυκνώνονται όλες οι γειτονιές του Ελσίνκι, όλα τα ντυσίματα, όλες οι ρυτίδες που χτενίζει επιμελώς στα μέτωπα ο χειμώνας.

Δεν απομακρύνεται ποτέ κανείς πραγματικά απ’ τον κεντρικό σταθμό, ούτε ακόμα όταν νομίζει πως έχει αλλάξει πόλη βλέποντας τα κτήρια του Άλβαρ Άαλτο. Σ’ αυτές τις γεωγραφικές συντεταγμένες, η μοντέρνα αρχιτεκτονική θυμίζει κομμάτια τσιμεντένιου πάγου που έχουν χρέος να υψωθούν πάνω από λοφίσκους χιονιού. Τα σύγχρονα κτήρια είναι ήσυχα στο εσωτερικό τους: το γέλιο κι η κουβέντα των θαμώνων μοιάζουν με ψιθύρους, που διυλίζονται απ’ τα ψηλά παράθυρα και καμιά φορά μετατρέπονται σε φως. Τα τακούνια μιας γυναίκας, τα κλειδιά ενός φύλακα, το κλάμα ενός βρέφους, όλα αυτά είναι ήχοι που μοιάζουν ν’ αμφισβητούν τη γαλήνη∙ είναι η άρνηση της υποταγής στην απολυτότητα των τοίχων.

Ο επιμελής περαστικός απ’ την πόλη, αυτός που έχει κουβαλήσει στις αποσκευές του τη θλίψη κι όχι την ελπίδα, ζηλεύει μόνο εκείνους τους ανθρώπους που κάθονται αναπαυτικά μέσα στα καφέ. Έχουν τεράστια χνωτισμένα παράθυρα κι οι θαμώνες σκύβουν τις μουσούδες τους μέσα σε βαθιές κούπες καφέ. Στο πλάι, πάνω σε ρηχά πιατάκια, στέκονται γλυκά στο μέγεθος κύβου ζάχαρης και κοστίζουν ακριβότερα απ’ τα ροφήματα. Αυτά τ’ αραιοκατοικημένα τραπέζια γίνονται μια φτηνή αλληγορία για τη ζωή στο Βορρά, όπου άνθρωποι σκορπισμένοι σε μια επικράτεια προσπαθούν να φιμώσουν τον καιρό, κλείνοντάς του μια βαριά πόρτα στο πρόσωπο, όπως κλείνει κανείς τα μάτια του για να ξεχαστεί.

Διαβαίνει κανείς το κατώφλι του Ατενέουμ ή του Κιάσμα για να μάθει κάτι που δεν έχει σχέση με την τέχνη. Στο Ατενέουμ, ανάμεσα σε λυπητερούς πίνακες που κρέμονται από μαύρους τοίχους, ένα ζευγάρι νεόνυμφων έχει αποφασίσει να φωτογραφηθεί. Μια κατάξανθη γυναίκα σέρνει το νυφικό της στις σκάλες και δίπλα της ο άντρας φοράει το πιο καλό του κοστούμι. Ο φωτογράφος τούς κυνηγάει στα σκαλιά, τους ψάχνει στις αίθουσες, ανεβαίνει στον πρώτο όροφο για να τους απαθανατίσει από ψηλά, ανάμεσα σε έργα που μιλούν για εκείνους που έφυγαν και λιγότερο γι’ αυτούς που μένουν πίσω. Ένας ηλικιωμένος κοιτάζει τον πίνακα του Άλμπερτ Έντελφελτ με το φέρετρο του μικρού παιδιού στη βάρκα κι έπειτα στρίβει το κεφάλι του για να δει τους νεόνυμφους. Δεν τους επικροτεί, δεν τους απαξιώνει: μοιάζει να παίζει μια παρτίδα σκάκι στο κεφάλι του, όπου αναμετρώνται πεπρωμένα ευτυχίας και δυστυχίας. Αν κάποιος πρέπει να κρίνει απ’ το βλέμμα του, που γυρίζει σύντομα σ’ αυτή την πένθιμη βάρκα, η δυσοίωνη εκδοχή του πεπρωμένου προηγείται.

Ό,τι δε γίνεται εύκολα διαχειρίσιμο, πνίγεται συχνά σ’ ένα ποτήρι αλκοόλ. Στις σκεπαστές αγορές της πόλης, εκεί όπου τα ξύλινα κιόσκια στέκονται αντικρυστά πουλώντας ψάρια, τυριά και σουβενίρ, οι ντόπιοι αγκυροβολούν στα τραπέζια για ένα ποτήρι Γιαλοβίνα. Είναι ένα δυνατό ποτό που καίει τα σωθικά και ζεσταίνει την κουβέντα. Στη σκεπαστή αγορά του λιμανιού, οι περισσότεροι κάθονται πλάι στα παράθυρα και σκεπάζονται με κουβέρτες που θυμίζουν προβιές. Κοιτούν το μικρό φέρρυ που επιστρέφει απ’ τη Σουομενλίνα αγκομαχώντας μέσα στην παγωμένη θάλασσα. Τα ποτήρια αδειάζουν και γεμίζουν κι η θέα των έξι μικρών νησιών δεν προκαλεί κανένα αίσθημα ασφάλειας πλέον: το παλιό φρούριο έχει γίνει πια υπαίθριο μουσείο.

Η θάλασσα είναι παντού. Κάθε τόσο, κάπου στην ακτή ένας άνθρωπος βγαίνει από ένα αχνιστό κτίσμα και τρέχει προς τη θάλασσα. Είναι ημίγυμνος και κρατάει μια πετσέτα παραμάσχαλα. Βουτάει για μερικά δευτερόλεπτα και τρέχει πάλι μέσα. Οι λιγότερο τολμηροί, δε βουτούν στη θάλασσα, κάθονται απλώς σε βαθιές καρέκλες κι αφήνουν την ώρα να περάσει. Επιστρέφουν δυο-τρεις φορές στη σάουνα κι επαναλαμβάνουν το τελετουργικό σαν να πρόκεται για μια τελετή εξαγνισμού. Είναι μια σιέστα που γίνεται με ανοιχτά τα μάτια και παιδεύει αρκετά το κορμί προτού το ξεκουράσει.

Είναι ο Μάρτης των φόβων και των αναμνήσεων. Εδώ, στον παγωμενό Βορρά, αρχίζει δειλά η άνοιξη, η πιο ανελέητη εποχή του χρόνου. Ένας μακρύς χειμώνας προσπαθεί να μείνει πίσω, όλο εκείνο το ασημένιο φως του χιονιού δεν παύει να είναι το πιο βαθύ σκοτάδι. Σκαρφαλώνει κανείς μέχρι το Ελσίνκι για να επιβιβαστεί αργά ή γρήγορα στο βορειότερο μετρό του κόσμου. Οι υπόγειες πορείες δεν είναι ποτέ πολύ μακρινές αλλά μοιάζουν με διαδρομές κάτω απ’ το δέρμα. Οι σταθμοί μοιάζουν χτισμένοι στην κοιλιά βράχων και τα δρομολόγια συνεχίζονται αδιάκοπα. Έρχεται, τέλος, μια μέρα, που αναδύεται κανείς στην επιφάνεια. Ο ήλιος έχει ξεθαρρέψει και τα δέντρα φορούν τα φύλλα τους ξανά. Είναι μια σχεδόν βίαιη στιγμή, που νοθευμένη όμως απ’ τον ρομαντισμό μοιάζει ειρηνική. Ό,τι βγαίνει τότε στην επιφάνεια είναι θαμμένοι φόβοι κι αναμνήσεις.

Οι πόρτες στις σκεπαστές αγορές μένουν ανοιχτές και τα παράθυρα στα καφέ δεν είναι πια χνωτισμένα. Οι άνθρωποι αποφεύγουν τα μουσεία. Προτιμούν να στέκονται στις αποβάθρες της πόλης, εκεί όπου μικρά και μεγάλα καράβια ετοιμάζονται για κοντινά ή μακρινά ταξίδια. Ένας άντρας και μια γυναίκα επιβιβάζονται σε μια βάρκα. Είναι ακόμα νέοι και βάζουν ανάμεσά τους ένα καλάθι. Πηγαίνουν στη Σουομενλίνα για ν’ απλώσουν ένα καρό τραπεζομάντηλο στο έδαφος και να τσουγκρίσουν τα ποτήρια τους. Κάποιος που αγάπησαν έφυγε αυτή την άνοιξη. Πηγαίνουν εκεί για να συγκινηθούν, να γελάσουν και να κοιτάξουν την πόλη από μακριά. Οι άνθρωποι που μένουν πίσω στις αποβάθρες του Ελσίνκι μετατρέπονται τότε σε εν δυνάμει ζωγράφους. Τα πιο κοντινά ταξίδια τα κάνουν τα καράβια∙ τα πιο μακρινά, οι άνθρωποι.

*Φωτογραφίες από το ταξίδι εδώ.

——————–
Διευθύνσεις
——————–

Διαμονή:

Hotel Katajanokka: Μπουτίκ ξενοδοχείο που στεγάζεται στους χώρους μιας παλιάς φυλακής. Τόσο η πρόσοψη του κτηρίου όσο και το εσωτερικό του έχουν διατηρηθεί στην εντέλεια ώστε να θυμίζουν τη φυλακή. Τα δωμάτια του ξενοδοχείου βρίσκονται σε κελιά, ενώ το πρωινό σερβίρεται στο υπόγειο σε μακρόστενα τραπέζια, σε τσίγκινα πιάτα που θυμίζουν αυτά των κρατουμένων.

Hotel Torni: Ξενοδοχείο στην καρδιά της πόλης με δωμάτια αρ νουβώ και αρ ντεκό. Πανοραμική θέα απ’ το μπαρ στον 12ο όροφο. Εξαιρετικό εστιατόριο και φιλικό προσωπικό. Πέντε λεπτά απ’ τον κεντρικό σταθμό, με άμεση πρόσβαση στα περισσότερα αξιοθέατα της πόλης.

Φαγητό:
Savotta: Παραδοσιακή φινλανδική κουζίνα σε ρουστίκ ντεκόρ. Μενού τριών πιάτων και μεγάλη ποικιλία κρασιών.
Bar 9: Ένα απ’ τα πιο οικονομικά εστιατόρια της πόλης. Στέκι καλλιτεχνών και χαλαρή ατμόσφαιρα.

Πληροφορίες:

Visit Helsinki: Ο τουριστικός οργανισμός της πόλης. Εξαιρετική εξυπηρέτηση, μεγάλη ποικιλία σε βιβλία και χάρτες της πόλης. Η κάρτα των τεσσάρων ημερών εξασφαλίζει δωρεάν μετακίνηση στην πόλη, καλύπτει το κόστος του φέρρυ για τη Σουομενλίνα και περιλαμβάνει δωρεάν είσοδο στα περισσότερα μουσεία κι αξιοθέατα. Επίσης, έκπτωση σε εστιατόρια, καφέ και καταστήματα.