Στο Φεστιβάλ Διηγήματος της Κωνσταντινούπολης
Από τις 22 έως τις 26 Μαρτίου 2017 βρέθηκα στην Κωνσταντινούπολη ως προσκεκλημένος του Διεθνούς Φεστιβάλ Διηγήματος της πόλης. Συμμετείχα σε πλήθος εκδηλώσεων, όπως επισκέψεις σε σχολεία, ανάγνωση διηγημάτων καθώς και ομιλίες. Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε την ομιλία μου στο πλαίσιο της εκδήλωσης «Διηγήματα και Μοντερνισμός». Το θέμα της ομιλίας ήταν «Καθρεφτίζοντας την μοντέρνα κοινωνία μέσα από χαρακτήρες διηγημάτων». Η ομιλία έγινε στα αγγλικά με ταυτόχρονη μετάφραση στα τουρκικά.
«Σας ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση στο Φεστιβάλ, είναι τιμή μου να βρίσκομαι απόψε εδώ μαζί σας.
Έχω γεννηθεί στην Αθήνα, μια απ’ τις θρυλικές πόλεις της αρχαιότητας, ωστόσο ζω στο Βερολίνο περισσότερα από εφτά χρόνια, μια πόλη που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως παράδειγμα τού πόσο βάναυσος ήταν ο 20ος αιώνας. Γνωρίζω ότι στις δύσκολες εποχές που ζούμε είναι προνόμιο για έναν συγγραφέα να έχει τη δυνατότητα να παρατηρεί από κοντά τη μετάλλαξη δύο εντελώς διαφορετικών κοινωνιών. Στην καθημερινή μου ζωή στο Βερολίνο μπορώ να δω ολόγυρα την ευημερία της Γερμανίας, μια ευημερία η οποία πάντως επιτυγχάνεται με σημαντικό κόστος σε πολλαπλά επίπεδα∙ απ’ την άλλη, στις επιστροφές μου στην Αθήνα παρατηρώ πάντοτε το βαρύ φορτίο της οικονομικής κρίσης καθώς και τον τρόπο που η μοντέρνα πολιτική -τόσο η εγχώρια όσο κι η διεθνής- μπορεί να συνθλίψει μια κοινωνία.
Στα γραπτά μου αναρωτιέμαι συχνά τι είναι αυτό που κάνει έναν χαρακτήρα Βερολινέζο, τι είναι αυτό που κάνει έναν χαρακτήρα Αθηναίο. Επιπλέον, προσπαθώ να εξερευνήσω εκείνα τα στοιχεία -κι εδώ η ακρίβεια είναι μια δοκιμασία εξαιτίας της περιπλοκότητας του θέματος- που κάνουν έναν χαρακτήρα ντόπιο αλλά και πολίτη του κόσμου ταυτόχρονα. Με άλλα λόγια, αναζητώ όλα εκείνα τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά που συνθέτουν την προσωπικότητα ενός χαρακτήρα.
Υπάρχουν πολλές διαστάσεις τις οποίες έχω κατά νου όταν προσπαθώ να σκιαγραφήσω έναν χαρακτήρα. Συνήθως, η αρχική ιδέα πηγάζει απ’ τα κοινωνικά θέματα: τα μεγάλα και τα μικρά ζητήματα της κοινωνίας (για παράδειγμα: η φτώχεια, η αδικία, κτλ.) αποτελούν για μένα τους γενέθλιους τόπους των χαρακτήρων. Ύστερα, είναι η πολιτική, ένα πεδίο το οποίο αν και προφανώς συνδέεται με τα προαναφερθέντα κοινωνικά θέματα, έχει ωστόσο τη δική του σημαντικότητα: η αλληλεπίδραση του ατόμου με το κράτος καταδεικνύει συχνά τον τρόπο που η πολιτική μεταβάλλει τις ζωές μας, με τρόπους που συχνά αποτυγχάνουμε να κατανοήσουμε.
Όταν πλέον τα κοινωνικά θέματα κι η πολιτική έχουν κατά κάποιο τρόπο οριστεί και η ευρύτερη εικόνα μοιάζει καδραρισμένη κι έτοιμη να υποδεχθεί έναν χαρακτήρα, η προσοχή μου στρέφεται συνήθως στην αρχιτεκτονική και τον αστικό σχεδιασμό. Τα κτήρια καθώς κι οι επιχειρήσεις που απευθύνονται μαζικά στον κόσμο περιγράφουν την μετάλλαξη των κοινωνιών και των συνηθειών: τα καφέ, τα σινεμά, τα εστιατόρια, τα θέατρα, τα εμπορικά κέντρα, όλα αυτά είναι σημάδια κοινωνικών αλλαγών που θα γίνουν κατανοητές σε μεταγενέστερο χρόνο.
Η αρχιτεκτονική είναι για μένα (ας μου επιτραπεί η έκφραση) το προαύλιο της λογοτεχνίας, το πεδίο στο οποίο οι χαρακτήρες ωριμάζουν κι εξελίσσονται, ένας χώρος στον οποίο άλλοτε χάνουν κι άλλοτε βρίσκουν τη θέση τους στην κοινωνία. Απ’ τις θεμελιώδεις διαστάσεις δεν θα μπορούσε να λείπει φυσικά η αλληλεπίδραση μεταξύ των ανθρώπων, καθώς επίσης και ο τρόπος με τον οποίο οι σχέσεις κι οι ανάγκες τους διαμορφώνουν τα παραπάνω (τα κοινωνικά θέματα, την πολιτική και την αρχιτεκτονική).
Αυτές οι προαναφερθείσες διαστάσεις εσωκλείουν φυσικά κεφαλαιώδεις ερωτήσεις τόσο για την κοινωνία όσο και για τη λογοτεχνία κι είναι πάντοτε μια δύσκολη δοκιμασία το να συμπεριλάβει κανείς τα πάντα μέσα σ’ ένα διήγημα, εξαιτίας (και) της περιορισμένης του έκτασης. Ένα απ’ τα πρώτα ερωτήματα που με απασχολούν είναι φυσικά το ζήτημα της Ταυτότητας. Ποιος, γιατί, πότε, πού και πώς είναι πέντε βασικά στοιχεία για τη δημιουργία ενός χαρακτήρα, ο οποίος πρέπει να μοιάζει ικανός να κουβαλά το βάρος τόσο των ενεργειών του όσο και της ύπαρξής του. Καθώς το ερώτημα της Ταυτότητας αποτελεί διαρκή πρόκληση για κάθε συγγραφέα, αυτό που ακολουθεί αναπόφευκτα είναι η προσπάθεια να καθοριστούν τα όρια της κοινωνίας, με άλλα λόγια, η απόπειρα να γίνει κατανοητή η κοινωνία ως ολότητα. Αυτή είναι φυσικά μια μακρά διαδραστική διαδικασία, κατά την οποία ο συγγραφέας θα πρέπει να βυθιστεί μέσα στο πλήθος και μόνο όταν ξοδέψει αρκετό χρόνο θα μπορέσει ν’ αναδυθεί στην επιφάνεια για να ενσωματώσει την εμπειρία της κοινωνίας σε χαρακτήρες.
Ένα μέρος της ερώτησης ωστόσο παραμένει: τι ακριβώς χρειάζεται κάποιος ώστε να καθρεφτίσει την μοντέρνα κοινωνία σ’ έναν χαρακτήρα διηγήματος; Το θέμα είναι εξαιρετικά ευρύ και η συζήτηση θα μπορούσε να συνεχιστεί δια παντός, ωστόσο αν πρέπει να πάρω υποχρεωτικά θέση θα έλεγα ότι κατά την ταπεινή μου γνώμη θα πρέπει να παρατηρήσουμε τα σημεία βρασμού μιας κοινωνίας και να κατανοήσουμε τόσο τις διαστάσεις όσο και τα στοιχεία που αναδύονται στην επιφάνεια. Ως συγγραφείς, οφείλουμε ν’ αφουγκραστούμε τις φωνές που ακούμε γύρω μας, τους φόβους τους, τις ελπίδες τους, τις αγωνίες τους και να τις μεταγράψουμε σε σύντομες ή εκτεταμένες ιστορίες. Πιστεύω ακράδαντα ότι για έναν συγγραφέα οι φωνές που ακούει γύρω του είναι ένα είδος λιπαντικού: είναι αυτές ακριβώς οι φωνές που τον βοηθούν να εισχωρήσει μέσα στην κοινωνία. Φυσικά, κάποιος θα μπορούσε ν’ αντιτείνει εδώ ότι οι χαρακτήρες δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας καθρέφτης του συγγραφέα. Καθότι αυτό έχει μεγάλη δόση αλήθειας, εμείς ως συγγραφείς είμαστε τελικά μια ακόμα φωνή μέσα στο πλήθος, μια συγκολλητική ουσία που ίσως βοηθήσει την κοινωνία να συνασπιστεί και να κατανοήσει τον εαυτό της.
Θα πρέπει λοιπόν ν’ ακούσουμε τις φωνές των ανθρώπων καθώς επίσης και τη συλλογική φωνή των πόλεων στις οποίες κατοικούμε. Αν με ρωτήσετε τι ακούω αυτή την εποχή στο Βερολίνο, θα έλεγα ότι πρόκειται για έναν σκοτεινό ψίθυρο απ’ το παρελθόν∙ αν με ρωτήσετε τι ακούω στη σημερινή Αθήνα, θ’ απαντούσα ότι ακούω ένα σιωπηλό κάλεσμα για αλληλεγγύη∙ κι αν με ρωτήσετε τι ακούω στην Κωνσταντινούπολη (μολονότι βρίσκομαι λιγότερες από 48 ώρες στην πόλη), θα έλεγα ότι ακούω το θόρυβο μιας πολιτείας που ξεδιπλώνεται προς άγνωστη ακόμα κατεύθυνση. Όπως είπα προηγουμένως, ο συγγραφέας είναι μια ακόμα φωνή. Όμως, αντίθετα με τις υπόλοιπες φωνές, ο συγγραφέας είναι υποχρεωμένος να μεταδώσει ένα μήνυμα μέσα απ’ το γράψιμο και τους χαρακτήρες του. Αν κατορθώσει να ηχογραφήσει επιτυχώς την εποχή του, τότε το μήνυμά του θα παραδοθεί εγκαίρως.»