Τα λίγα δέντρα του νησιού γέρνουν προς το νότο. Ο βοριάς τα μαστιγώνει χειμώνα-καλοκαίρι κι οι κορμοί λυγίζουν και σκύβουν προς την Κρήτη. Ίσως να υπάρχει μια μεταφυσική ερμηνεία γι’ αυτό: χιλιάδες χρόνια πριν, ο γιος του Μίνωα, ο Φολέγανδρος, οδήγησε τους Κρήτες στο νησί. Σήμερα, αυτά τα σκυφτά δέντρα μοιάζουν ν’ αποτίουν φόρο τιμής σ’ ένα πανάρχαιο ταξίδι.

Μέσα Ιουνίου, μια ανάσα πριν το δεύτερο πανδημικό καλοκαίρι, η Φολέγανδρος ξεπροβάλλει ως η υπόσχεση ελευθερίας των εγκλεισμένων. Είναι ψηλή, ακονισμένη κι έχει πλαγιές σάρκινες. Ωστόσο, αυτό το ανθρωπόμορφο νησί δεν θέλγεται απ’ τη νεότητα. Αντίθετα, την προκαλεί. Η βουλιμία της πλαστικής ξαπλώστρας δεν έχει καταβροχθίσει ακόμα το τοπίο: εδώ κυριαρχεί ο ήλιος κι η πράσινη πέτρα.

Αυτή η στενόμακρη λωρίδα γης είναι γεμάτη ακρωτήρια, όρμους και ερημικές ακρογιαλιές. Οι Φοίνικες την αποκαλούσαν “γη πετρώδη”, οι Έλληνες “σιδηρά”. Επισκέπτεται κανείς τη Φολέγανδρο επειδή έχει ακούσει για τη Χώρα της, αλλά καταλήγει τελικά να σωπαίνει μπροστά σ’ αυτά που ανακαλύπτει πέρα απ’ αυτήν, μακριά απ’ το οδικό δίκτυο: στα μονοπάτια.

*

Η παραλία Λιβαδάκι στη Φολέγανδρο
Λιβαδάκι

Η πολιτική δεν άφησε την πέτρα ν’ αποφασίσει για το μέλλον της. Η Ελλάδα, μια επικράτεια δύσβατη και βραχώδης, παρέκαμψε το τοπίο και το αντικατέστησε με την ευτέλεια. Παραδόθηκε στο χρήμα και σε αντάλλαγμα λείανε την εμπειρία. Ο τρόπος του περιηγητή έπαψε να είναι η οδός για ν’ ανακαλύψεις την Ελλάδα. Τα μονοπάτια κατέληξαν εκτός τόπου, τα αλμυρίκια εκτός χρόνου.

Αυτά μόνο σκέφτομαι κατηφορίζοντας το τραχύ μονοπάτι για το Λιβαδάκι. Επί σαράντα-πέντε λεπτά οι μυτερές πέτρες πελεκούν τις παλιές σόλες των παπουτσιών. Κάθε λιθάρι που πατώ ξυπνάει έναν ξεχασμένο μυ. Είναι μια ακροβασία πλάι σε κάθετες πλαγιές που φανερώνει ένα τοπίο μοναχικό, ανήμερο.

Στις πλαγιές, οι κατσίκες βόσκουν αμέριμνες και καμιά φορά πλησιάζουν. Κάτι βελάζουν στη γλώσσα τους κι ύστερα τρέχουν στην πλαγιά, προς τη θάλασσα. Το μονοπάτι κατεβαίνει στρωτά ανάμεσα σε χρυσαφένια σπαρτά και ξερολιθιές που οριοθετούν τον λαβύρινθο.

Στα τελευταία μέτρα, όμως, το μονοπάτι γίνεται απόκρημνο. Στο βάθος, ο φάρος της Ασπροπούντας συντονίζει τη σχέση των θαλασσινών με τη στεριά εδώ κι εκατό χρόνια. Κατηφορίζω αργά, βλέπω τη θάλασσα, αλλά όχι την παραλία. Έχοντας σχεδόν φτάσει, μια ψευδαίσθηση: το τέλος του μοναπατιού κι απέναντι ένας ψηλός βράχος.

Κι ύστερα, σε κάθε βήμα μια λωρίδα νερού ξεπροβάλλει κι η απόσταση ξηλώνεται. Μέχρι να κατέβω στα βότσαλα, έχω δει ολόκληρο το Λιβαδάκι. Είναι ένας κλειστός κολπίσκος με καλλιγραφικά βράχια και στην αριστερή του άκρη ο βράχος σβήνει μες στη σμαραγδένια θάλασσα και μοιάζει με πρόσωπο που κοιτάζει το πέλαγος.

Ίσως τα παλιά ταξίδια των Κρητών να σμιλεύουν ακόμα το τοπίο.

*

Η παραλία Κάτεργο στη Φολέγανδρο
Κάτεργο

Μια άλλη μέρα, αντικρύζω το Κάτεργο. Το όνομα είναι αλλόκοτο αλλά όχι και μη συμβατό. Σ’ αυτή την παραλία οι κάτοικοι έκαναν για χρόνια εξόρυξη αιματίτη κάτω απ’ τον ανελέητο ήλιο, για να βάφουν τα σπίτια και τις βάρκες τους.

Λευκά βότσαλα κι ένας αχνιστός βράχος στη μέση, στον οποίο μερικοί Αμερικάνοι σκαρφαλώνουν φωνάζοντας. Νεαρά αγόρια και κορίτσια ντυμένα με στενά μαγιό βουτούν απ’ το πιο ψηλό σημείο. Έχουν διασχίσει τον Ατλαντικό και βρίσκονται σ’ αυτή τη θάλασσα πέφτωντας αέρινα στο νερό.

Όπως κολυμπάω, βλέπω κάτω απ’ το νερό την κάθοδο τους προς το βυθό κι έπειτα την ανάδυσή τους. Σε κάθε βουτιά, ένα εκατομμύριο ψάρια αναστατώνονται και τρέχουν συντεταγμένα παραπέρα. Ακόμα και σ’ αυτή τη στιγμή της ανεμελιάς, σ’ ένα γεωγραφικό πουθενά με βάση τις συντεταγμένες των γενέθλιων πόλεών τους, λένε κάτι για τα εμβόλια που έκαναν.

Είναι εξωστρεφείς, πάνω απ’ το όριο των ντεσιμπέλ που αντέχει η Ευρώπη. Ωστόσο η ζωντάνια τους μοιάζει καθησυχαστική μετά από έναν τόσο θλιβερό χειμώνα. Κολυμπούν πίσω στην παραλία και ξαπλώνουν πάνω στα καυτά βότσαλα. Όταν το πιο ψηλό κορίτσι της παρέας στεγνώνει, τρέχει προς την πετσέτα της και φέρνει μια φωτογραφική μηχανή. Δεκάδες κλικ ξοδεύονται κάτω από ένα λευκό φως εκτυφλωτικό.

Αργότερα, μια βάρκα που μουρμουρίζει δύσθυμα έρχεται για να τους γυρίσει πίσω στον Καραβοστάση. Δεν είναι το τακτικό δρομολόγιο, έχει έρθει μόνο γι’ αυτούς, εκτός ωραρίου. Επιβιβάζονται ένας-ένας μ’ ευλυγισία. Η άνεση με την οποία ισορροπούν στα γλιστερά σκαλιά φανερώνει πως έχουν καλέσει τη βάρκα κάμποσες φορές.

Γελούν. Στο ένα χέρι κρατούν πετσέτες, στο άλλο χαρτονομίσματα των 50, που θυμίζουν το χρώμα του αιματίτη. Το χρώμα επιστρέφει στο τοπίο δειλά, ηττημένο. Η βάρκα είναι λευκή.

*

Η παραλία του Άγιου Γεώργιου στη Φολέγανδρο
Άγιος Γεώργιος

Ξυστά απ’ την ταβέρνα Συνάντηση -όπου οφείλει να σταματήσει κανείς για ματσάτα και καλασούνα- ξεκινάει το μονοπάτι για τον Άγιο Γεώργιο. Οι βορεινές παραλίες δεν αγγίζονται όταν φυσάει βοριάς, όμως εκείνο το μεσημέρι ένας ευσπλαχνικός δυτικός άνεμος ακουμπάει τη Φολέγανδρο.

Στην αρχή το μονοπάτι είναι στρωτό, όταν όμως εμφανίζεται η πρώτη εκκλησία πλάι στα μελίσσια, οι πέτρες ξεπηδούν απ’ το κόκκινο χώμα. Ο δρόμος για τον Άγιο Γεώργιο είναι κακοτράχαλος κι οι ξερολιθιές εναρμονίζονται με τους αναβαθμούς. Αυτές οι κλιμακωτές πεζούλες είναι ο μόνος τρόπος για να μην ερημώσει η γη.

Μια ώρα αργότερα, τρία αρμυρίκια και δυο τουρίστες μπροστά απ’ τους πράσινους βράχους. Είναι μια παραλία που στ’ αριστερά της έχει ένα στοιχειωμένο σπίτι και στα δεξιά μια συστάδα εγκαταλειμμένων σπιτιών. Τα “σύρματα”, οι σκαμμένοι στο βράχο χώροι που φιλοξενούν τις βάρκες, είναι μισάνοιχτα και τα λιγοστά σπίτια έχουν κουρτίνες μπροστά απ’ τις πόρτες για να μην τις τρώει η αρμύρα.

Ο φράχτης της εκκλησίας ζεματάει. Κάθομαι εκεί για να κόψω μια ντομάτα και να πιω λίγο νερό μετά την πεζοπορία. Αυτός εδώ ο οικισμός μοιάζει έτοιμος να κατοικηθεί εκ νέου. Ένα αγροτικό κατεβαίνει τρέχοντας την πλαγιά και σηκώνει σύννεφα σκόνης. Ο οδηγός, ένας μονοκόμματος άντρας με έντιμο πρόσωπο, βγαίνει απ’ το αυτοκίνητο και βουτάει στο νερό.

Είναι μια στιγμή ησυχίας μπροστά σ’ ένα τοπίο που μοιάζει να έχει φανερώθει από μέσα. Θυμίζει παλιά, προεφηβικά μεσημέρια πλάι σε θάλασσες και κάτω από τζιτζίκια. Ωστόσο, αυτό το τοπίο που έχει αναδυθεί και ξαφνικά εγκαθιδρύεται μπροστά μου, είναι σχεδόν άδειο από ανθρώπους. Αναρωτιέμαι: υπάρχει λόγος να επιστρέφει κανείς σε έρημες αναμνήσεις;

Ο άντρας με το έντιμο πρόσωπο βγαίνει απ’ το νερό. Αλλά δεν επιστρέφει στο αυτοκίνητο. Αναδύεται απ’ τη δεξιά πλευρά, μπροστά στους πράσινους βράχους. Ανεβαίνει μια σκάλα που μοιάζει να μην οδηγεί πουθένα και δυο στιγμές μετά μπαίνει σ’ ένα ημιτελές κτίσμα.

Από εκείνη την ώρα και μέχρι να φύγω, δουλεύει μ’ ένα ηλεκτρικό τρυπάνι. Ένας βίαιος θόρυβος καλύπτει την παραλία. Σε κάποιο ανεξερεύνητο μήκος κύματος ίσως να επικοινωνεί με το στοιχειό του απέναντι σπιτιού.

*

Χώρα Φολέγανδρος
Χώρα, Φολέγανδρος

Έξι μονοπάτια αργότερα,  χαμένος πέρα απ’ τις θεμωνιές της Άνω Μεριάς, πιάνω τον εαυτό μου να παρατηρεί ένα καλοκάγαθο γαϊδούρι. Ο δρόμος εκεί τελειώνει, ίσως κι ο νοητός κόσμος. Υπάρχει μια εκκλησία με γυρτούς φοίνικες κι από εκεί ξεκινούν άλλα μονοπάτια.

Είναι μια τελευταία βεράντα στο Αιγαίο απέναντι στον πορτοκαλί ουρανό. Κάθε περιηγητής, αργά ή γρήγορα μεταμορφώνεται σε παραθεριστή· η αναμέτρηση με το τοπίο καταλήγει σε εναρμόνιση. Ωστόσο, ο τρόπος του παραθεριστή μοιάζει μ’ αυτόν του επαίτη: επιδιώκει να λάβει κάτι για να το επενδύσει στον εαυτό του όταν πια δεν θ’ αντέχει άλλο.

Πετρώδης όμως και σιδηρά, η Φολέγανδρος αρνείται τη φιλανθρωπία. Φροντίζω οι επιστροφές μου στη Χώρα να είναι σύντομες: για να κλέψω μια εικόνα του βράχου, για να διασχίσω γρήγορα το Κάστρο, για να φάω κάτι στο Σικ ή να πιω ένα τελευταίο κοκτέηλ στη Ρακεντιά.

Έπειτα απομακρύνομαι γρήγορα. Όλη την υπόλοιπη μέρα κρατιέμαι μακριά από την πλουμιστή Χώρα κι επιστρέφω στα μονοπάτια, από φόβο μήπως χάσω τη Φολέγανδρο.

(Ιούνιος 2021)