Το πρώτο απόγευμα στη Μάλτα, η θάλασσα αλλάζει πλευρό λες και προσπαθεί να κρύψει όλες τις στεριές της Μεσογείου. Σ’ αυτόν τον περήφανο βράχο όπου κάποτε οι Ιππότες απέκρουσαν τους Οθωμανούς, η Βαλέτα κρέμεται στην άκρη σαν ένα μπαρόκ μαργαριτάρι. Οι δρόμοι βυθίζονται απότομα κι αναδύονται με κόπο: η μόνη παρηγοριά είναι τα στενά σοκάκια, που πέρα μακριά, κάτω από εκατοντάδες σκαλοπάτια, εμφανίζουν φευγαλέα μια φέτα θάλασσας.

Η Βαλέτα είναι μικρότερη από το εμπορικό κέντρο ενός ευρωπαϊκού προαστίου. Από την Πύλη μέχρι το φρούριο του Σαντ Έλμο, που χωρίζει δύο λιμάνια αλλά κάποτε απομάκρυνε δυο κόσμους, δεν χρειάζονται περισσότερα από είκοσι λεπτά περπάτημα. Ωστόσο, αυτή η μικρή πόλη που πήρε τ’ όνομά της από έναν Μάγιστρο, έχει λίγους κατοίκους αλλά διακοσμείται από χιλιάδες μάτια: τα μαλτέζικα μπαλκόνια.

Όλα τα σπίτια στη Βαλέτα -αλλά και μακριά απ’ αυτήν- προεκτείνονται προς το δρόμο. Τα περίκλειστα μπαλκόνια, φτιαγμένα από ξύλο και ντυμένα απ’ τη μέση και πάνω με γυαλί, προεξέχουν απ’ τους τοίχους. Απόγονοι της αραβικής αρχιτεκτονικής, τα λεγόμενα Gallerija έχουν φτάσει ως απόηχος και στην Ελλάδα, με τη μορφή του χαγιατιού.  Ωστόσο στη Μάλτα, τα μπαλκόνια υποδηλώνουν το βιοτικό επίπεδο: όσο περισσότερα τζάμια έχουν, τόσο ακριβότερα είναι.

Τα χρώματά τους ποικίλλουν, όμως συνήθως είναι ίδια με αυτά της εξώπορτας. Λέγεται ότι ο Μεγάλος Μάγιστρος παρατηρούσε την κίνηση στην πλατεία απ’ τα παράθυρα του μπαλκονιού στο Μεγάλο Παλάτι. Το ίδιο, πιθανόν, να έκαναν και οι κάτοικοι. Στη Μάλτα, η πρώτη ματιά μοιάζει σημαντικότερη της εξιστόρησης.

Κάθε γυάλινη επιφάνεια στα μαλτέζικα μπαλκόνια γίνεται τότε ένα μάτι που εποπτεύει την πόλη. Αν προσθέσει κανείς τα αγάλματα που χτίζονταν υποχρεωτικά στις γωνίες των δρόμων, μόνο να υποψιαστεί μπορεί κανείς πόσες ματιές πάγωσαν στο χρόνο. Η ιστορία κάθε μπαλκονιού είναι ένα ιδιότυπο ζευγάρι κυάλια για να υπερβεί κανείς το σήμερα και να δει μακρύτερα, στο παρελθόν.

*

Μπαλκόνια στη Βαλέτα
Βαλέτα

Αφήνοντας κάποια πρωινά τη Βαλέτα κι επιστρέφοντας τα βράδια σ’ αυτήν, επανακτάται το ενδιαφέρον για τη σύγχρονη ζωή της πόλης. Αυτές οι σύντομες αναχωρήσεις κι αφίξεις δεν είναι χρήσιμες μόνο για τις περιπλανήσεις. Κάθε επαναφορά σε μια πόλη που έχει κανείς την πολυτέλεια να κατοικεί για λίγες μέρες, απωθεί την Ιστορία και μαγνητίζει τις ανάγκες της καθημερινότητας.

Το ενδιαφέρον για την μαλτέζικη αρχιτεκτονική σβήνει ξαφνικά όταν πρέπει να φορτίσει κανείς ένα κινητό• τα ονόματα των αγαλμάτων στους κήπους Μπαράκα μοιάζουν ασήμαντα όταν πρέπει να προλάβεις το λεωφορείο• κι ο Καραβάτζιο στον Καθεδρικό του Αγίου Ιωάννη γίνεται λιγότερο σχετικός όταν η δίψα οδηγεί στην απόγνωση ενός θλιβερού σούπερ μάρκετ.

Είναι η στιγμή των αντιθέσεων και των αποκαλύψεων: στο τέλος θυσιάζει κανείς την επίσκεψη σ’ ένα μνημείο για ένα πιάτο φαγητό. Η ικανοποίηση των καθημερινών αναγκών που υπενθυμίζουν τη θνητότητα, είναι ο μοναδικός τρόπος για να παραμείνεις ενεργός στο κρυφό θέαμα του κόσμου. Τότε, μόνο η ποιότητα της πόλης μπορεί ν’ αποφανθεί: είτε θα καθησυχάσει είτε θα εκνευρίσει.

Στις ιδανικές πόλεις της Αναγέννησης η αταξία είναι μια ανημπόρια του τόπου να διαχειριστεί τον εαυτό του. Οι κατοικίες είναι συμπαγείς κι αυτές οι αποχρώσεις στο χρώμα της άμμου κάνουν τη Βαλέτα έναν τόπο μάλλον γενναιόδωρο. Ο άνεμος που μαστιγώνει κάθε παγκάκι, οι φοίνικες που θροΐζουν μπροστά απ’ το παλιό ξενοδοχείο, οι Τρεις Πόλεις με τους παραλιακούς πεζόδρομους, όλα αυτά δρουν καθησυχαστικά.

Ωστόσο, η αταξία είναι εδώ λεκτική. Σ’ αυτή την παράξενη γλώσσα έχει ενσωματωθεί το “Sir.” Η παλιά αγγλική αποικία έχει κρατήσει προσφωνήσεις που μοιάζουν ασύμβατες. Κανένας ταξιδιώτης, ούτε στη Βαλέτα ούτε πουθενά, δεν πρέπει να προσφωνείται “Sir.” Το να φεύγεις σημαίνει να εγκαταλείπεις τίτλους κι ιδιότητες. Στο δρόμο, το ιδανικό είναι να μην έχεις ούτε όνομα.

*

Μντίνα Μάλτα
Μντίνα.

Μερικές εβδομάδες νωρίτερα, στο εύθυμο Γκέτεμποργκ, το μυαλό γυρνούσε στον πόλεμο. Ωστόσο, αυτό το πρωινό στη Μντίνα δεν θυμάται κανείς τον πόλεμο, αλλά ούτε πια και την ειρήνη. Διαδοχικές νέες κανονικότητες επικαλύπτουν τις προηγούμενες σε σημείο ν’ αναρωτιέται κανείς αν οι ήδη ημιτελείς ζωές μας συνθλίβονται περισσότερο.

Η Μντίνα, η παλιά πρωτεύουσα της Μάλτας, είναι πια μια σιωπηλή πόλη. Ο χρόνος την ξέχασε και μένουν οι κίτρινοι τοίχοι και τα μικρά παλάτια των ευγενών. Λίγοι κάτοικοι ζουν ακόμα εδώ κι ο καθεδρικός χάνει τη λάμψη του. Οι όμορφες πόλεις που χάνουν το στίγμα τους παραδίδονται αμαχητί στα βήματα των τουριστών. Αν κάτι μπορείς να κάνεις στην Μντίνα είναι να περιπλανηθείς στα ψηλόλιγνα σοκάκια που βγάζουν σε πλατείες.

Η Πιάτσα Μεσκίτα με το πηγάδι της είναι η αναπόφευκτη στάση -όπως κι η Φοντανέλλα για θέα από ψηλά. Αργά ή γρήγορα, όμως, σαν μια ανορθογραφία της ιστορίας, συναντάει κάποιος την Πύλη των Ελλήνων. Εδώ είναι η παλιά είσοδος των σκλάβων στην Μντίνα κι η ανορθογραφία συνίσταται στο ότι βγαίνοντας από εκεί συναντάς το Ραμπάτ.

Λιγότερο καλοδιατηρημένο αλλά περισσότερο καθημερινό, το Ραμπάτ (που σημαίνει προάστιο στα αραβικά) έχει λίγα αξιοθέατα και περισσότερα αυτοκίνητα. Ένας καθεδρικός, οι κατακόμβες του Αγίου Παύλου, κι αυτό είναι όλο.

Σ’ ένα στέκι μεταναστών, τα παστίτσι γεμίζουν με φρέσκια ρικότα. Ένα γρήγορο κολατσιό που κοστίζει όσο οι καραμέλες σε άλλες πόλεις, αφήνοντας τον ήλιο να κάψει το πρόσωπο για πρώτη φορά φέτος την άνοιξη. Κάποιος ζητάει τσιγάρο ή λεφτά αλλά δεν του δίνουν τίποτα. “Αναθεματισμένοι τουρίστες”, λέει και κάθεται σ’ ένα παγκάκι, όπως κάθεται κανείς στο σαλόνι ενός σπιτιού.

*

Γκοζο Βικτόρια Μάλτα
Βικτόρια, Γκόζο.

Κάθε δρομολόγιο λεωφορείου στη Μάλτα λογίζεται για αστικό. Η μετακίνηση από πόλη σε πόλη δεν γίνεται με υπεραστικά λεωφορεία: πρέπει κανείς να υποστεί σχεδόν εκατό στάσεις για μια απόσταση τριάντα-πέντε χιλιομέτρων. Άγνωστο αν η Μάλτα αντιμετωπίζει όλους τους οικισμούς σαν προάστια ή αν είναι ένας τρόπος να υποδηλώσει την πολεοδομική της συνοχή, το δρομολόγιο για την Σιρκέβα διασχίζει τη μισή χώρα.

Στο λιμάνι της Σιρκέβα, πλοία ναυλωμένα απ’ την Ελλάδα ετοιμάζονται για ένα σύντομο ταξίδι προς το Γκόζο. Σ’ αυτό το νησί, ένα απ’ τα τρία της Μάλτας, ο Οδυσσέας θρυλείται πως πέρασε εφτά καλοκαίρια στο πλάι της Καλυψώς. Είναι μια απ’ τις πολλές εικασίες για το πού βρίσκεται το νησί της Καλυψώς (ίσως στη Γαύδο, ίσως κάπου στον Ατλαντικό, μπορεί και στο Γιβραλτάρ).

Σκόνη απ’ την Αφρική έχει στρογγυλοκαθήσει πάνω στο νησί. Όλα τα κτήρια είναι φτιαγμένα από πέτρα, ωστόσο οι κατασκευές γνωρίζουν άνθηση στο νησί. Η οικοδομή είναι ο πιο βασικός δείκτης της ευημερίας αλλά συχνά και του κακού γούστου. Στο Γκόζο, η πέτρα κάνει χώρο στο τσιμέντο. Πολυόροφα κτίσματα υψώνονται για να φιλοξενήσουν τους μελλοντικούς παραθεριστές.

Κάποιος στρόβιλος παραπλάνησης φαίνεται πως κυκλώνει το νησί. Από τότε που το Μπλε Παράθυρο κατέρρευσε απ’ τον άνεμο, το Γκόζο ψάχνει έναν καινούργιο μαγνήτη. Ίσως η πέτρινη Γκαντίγια, ο παλαιότερος οικισμός του πλανήτη, να μην είναι αρκετή για το μέλλον. Μπορεί κι ο εντυπωσιακός Βασιλικός Ναός Ta Pinu να εγκρίνει την αλλαγή στο τοπίο. Ακόμα κι η σπηλιά της Καλυψώς, ίσως να μην είναι πια αρκετή για να σαγηνεύσει.

Είναι τελικά η εναλλακτική ένα μικρό Ντουμπάι της Ευρώπης; Σε μια μελαγχολική συζήτηση για την πέτρα, η ανάλυση των ντόπιων συνταξιούχων γίνεται μια παλέτα χρωμάτων. “Η νεαρή πέτρα είναι πάντα κίτρινη”, λένε. “Αλλά ο ασβεστόλιθος γερνάει, και μάλιστα γερνάει γρήγορα”. Και μετά: “Όταν η πέτρα γεράσει γίνεται γκρίζα. Χτίζουν με τσιμέντο στο χρώμα της γέρικης πέτρας από ‘δω μέχρι τον κόλπο του Σαν Τζούλιαν”.

Ωστόσο η καστροπολιτεία στην Βικτόρια δεν έχει κορεστεί. Μολονότι ο σύγχρονος οικισμός έχει τα χαρακτηριστικά νεότερων πόλεων, το φρούριο πάνω στο βράχο παραμένει αναλλοίωτο. Η Σιταντέλα είναι ολόκληρη μια βεράντα με θέα στη Μεσόγειο. Μπορεί κανείς να την περπατήσει πέντε φορές σε μια ώρα και να μην τη χορτάσει. Είναι σαν να περιπλανιέσαι μέσα σ’ ένα χρυσαφένιο κοχύλι.

*

Μαρσασλόκ
Μαρσασλόκ

Τελευταία στάση στο Μαρσασλόκ. Αυτό το ψαροχώρι με όνομα γλωσσοδέτη φημίζεται για τον απέραντο κόλπο με τις πολύχρωμες βάρκες. Αυτοί οι περίπατοι πλάι στο νερό είναι από μόνοι τους ένας λόγος να ταξιδεύει κανείς στη Μεσόγειο. Άντρες που πελεκάνε ξύλινες βάρκες και γυναίκες που κοιτάζουν απ’ τα μπαλκόνια αιφνιδιασμένες απ’ την ξαφνική ζέστη.

Οι αποστάσεις στο νησί είναι μικρές. Σ’ ένα τέταρτο φτάνει κανείς απ’ το Μαρσασλόκ στο αεροδρόμιο. Οι τελευταίοι φοίνικες, οι ριγέ βάρκες, οι Ιππότες που δεν έφυγαν ποτέ από ‘δω. Είναι ένα απολαυστικό ψαροχώρι σκεπασμένο από σκόνη της ερήμου.

Τα δίχτυα στο χρώμα της ανοιχτής θάλασσας απλώνονται πάνω στο τσιμέντο. Στεγνώνουν, ξεμπλέκονται κι ετοιμάζονται για την επόμενη εξόρμηση. Ακούγεται ένας συριστικός ήχος όταν οι βαρκάρηδες τα τραβούν. Αυτό παίρνει κάμποση ώρα, σαν μια ιεροτελεστία που αν ακολουθηθεί κατά γράμμα θα σημαίνει έναν καλό οιωνό για την ψαριά.

Είναι ένα θέαμα υπνωτιστικό, εδώ στο νότο της Μάλτας. Όταν ξεπροβάλλει από μακριά το ταξί, τραβούν τους τελευταίους κόμπους. Κι όταν το αυτοκίνητο πια φεύγει για το αεροδρόμιο της Βαλέτας, τα δίχτυα έχουν μαζευτεί. Έχει απομείνει μόνο το τσιμέντο.

(Απρίλιος 2022)