Σύμφωνα με το χάρτη, το Κλάκσβικ έχει δυο βιβλιοπωλεία, ένα στην κάθε πλευρά του κόλπου. Θέλω να βρω σελιδοδείκτες για έναν φίλο που τους συλλέγει, κι ενώ στο πρώτο έχω μπει τυχαία στην πρώτη μου επίσκεψη στο Κλάκσβικ, το άλλο δεν το έχω δει καν. Ονομάζεται Leikalund και βρίσκεται περίπου ένα τέταρτο μακριά με τα πόδια.

Για καλή μου τύχη δεν βρέχει, ωστόσο όταν φτάνω στο Leikalund αυτό που βλέπω είναι μια παλιά διώροφη αποθήκη μπροστά στο λιμάνι. Η επιγραφή με τ’ όνομα υπάρχει αλλά καθόλου δε μοιάζει με βιβλιοπωλείο. Ανοίγω διστακτικά την πόρτα κι αμέσως εμφανίζεται ένας άντρας που μοιάζει αεικίνητος και μου συστήνεται ως Γιόγκβαν. Τον ρωτώ για σελιδοδείκτες και μέσα σ’ ένα λεπτό έχει ψάξει σε κάθε πιθανό κι απίθανο μέρος κι έχει βρει όσους μπορεί –ή μάλλον, όσους υπάρχουν. Ύστερα, λέει: «Θες να έρθεις να δεις και τον υπόλοιπο χώρο; Είναι και δύο Γερμανοί μέσα και θέλουν να τους ξεναγήσω».

Διασχίζουμε ένα δωμάτιο που έχει παλιά κόκκινα καθίσματα κινηματογράφου γύρω από τραπέζια –«εδώ θα είναι το καφέ», λέει- κι άλλο ένα δωμάτιο το οποίο δεν ξέρει ακόμα τι θα το κάνει. Φτάνουμε, τέλος, στο μεγάλο δωμάτιο, το χώρο που κάποτε θα πρέπει να ήταν η κυρίως αποθήκη –«εδώ θα παίζουν συγκροτήματα», μ’ ενημερώνει και δείχνει τη σκηνή όπου θα στέκονται οι μουσικοί. Όλα τα δωμάτια βλέπουν στο λιμάνι του Κλάκσβικ. Σ’ αυτό το δωμάτιο περιμένουν κι οι Γερμανοί, οι οποίοι με κοιτούν ερευνητικά μόλις με αντικρύζουν.

Ο Ντέτλεβ είναι ένας άντρας κοντά στα ογδόντα, που περπατάει μονίμως με τα χέρια σταυρωμένα πίσω από την πλάτη και ψιθυρίζει ανάλογα με το τι τραβάει την προσοχή του. Μαζί του είναι η κοκκινομάλλα Σαμπίνε, η οποία πρέπει να είναι κάτω από τριάντα. Είναι ένα παράξενο ντουέτο, που μοιάζει να έχει μια σχέση ακαθόριστη: δεν είναι σίγουρα ζευγάρι, αλλά ούτε μοιάζουν να μοιράζονται κάποια συγγένεια. Όταν δεν μιλάει με την Σαμπίνε στα γερμανικά, ο Ντέτλεβ απευθύνεται στον Γιόγκβαν σε άπταιστα φεροέζικα.

Όπως μαθαίνω, αυτό είναι το εικοστό-πρώτο ταξίδι του στα Φερόε κι έχει φροντίσει να μάθει τη γλώσσα για να μπορεί να συνεννοείται. Μολονότι είναι παντρεμένος, πιστεύει ότι πρέπει κανείς να ταξιδεύει μόνος ώστε να απολαμβάνει ολόκληρη την εμπειρία του ταξιδιού. Κοιτάζει κάποια αντικείμενα και συμπληρώνει σε γνώσεις τον Γιόγκβαν. Ο Ντέτλεβ έχει γνωριστεί με την Σαμπίνε μέσω ενός διαδικτυακού φόρουμ για τα Φερόε και καθώς μοιράζονται την ίδια αγάπη για το μέρος έχουν αποφασίσει να συνταξιδέψουν. Απ’ την άλλη, η Σαμπίνε έχει δει στην τηλεόραση ένα ντοκυμαντέρ για τα Νησιά όταν ήταν 8 χρονών και από τότε ήθελε να τα επισκεφθεί. Το κατόρθωσε μόλις φέτος το καλοκαίρι και φρόντισε ν’ ακυρώσει το εισιτήριο της επιστροφής της στη Γερμανία. «Λέω να προσπαθήσω να μείνω εδώ», μου εκμυστηρεύεται.

Ανεβαίνουμε ύστερα στον πρώτο όροφο, όπου στεγάζεται ένα φαρμακείο φτιαγμένο τον 19ο αιώνα. Ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει: υπάρχουν μπουκαλάκια με σκευάσματα στα ράφια, μια παλιά ταμειακή μηχανή, πλήθος αντικειμένων που έχουν παγώσει στο χρόνο και πια δεν παίρνουν μέρος στην καθημερινή ζωή. Όσο κι αν προσπαθεί κανείς να τα ονοματίσει στη μητρική του γλώσσα, αυτό στέκεται ακατόρθωτο: μοιάζουν να έχουν απωλέσει δια παντός τα ονόματα και τις ιδιότητές του κι η μόνη αναφορά σ’ αυτά μπορεί να γίνει περιφραστικά.

Ο συνεργάτης του Γιόγκβαν μας δείχνει ύστερα ένα βιβλίο του 1880. Είναι, όπως λέει, ο «τόμος του εμπορίου». Εκεί γράφονται όλες οι συναλλαγές και μέσα στον τόμο -που είναι ένας από τους είκοσι που υπάρχουν- παρελαύνουν ονόματα κι ανάγκες της εποχής. «Τα ονόματα των γυναικών δεν αναφέρονται ποτέ», λέει. «Είναι είτε η γυναίκα του τάδε, είτε η χήρα του τάδε, είτε η κόρη του τάδε». Ξεφυλλίζω προσεκτικά τον τόμο και βλέπω πώς απουσιάζουν τα φεροέζικα γράμματα. Μοιάζει να είναι μια άλλη γλώσσα, δανέζικα μάλλον. «Ναι», λέει, «είναι όντως δανέζικα. Τα Φερόε υπάγονταν από πολύ παλιά στη Δανία. Μολονότι οι άνθρωποι μιλούσαν μεταξύ τους φεροέζικα, όλα τα γραπτά κείμενα ήταν στα δανέζικα. Έτσι, μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα η γλώσσα των Φερόε παρέμεινε μια γλώσσα προφορική και ως εκ τούτου μη καταγεγραμμένη. Να φανταστείς», συμπληρώνει, «το πρώτο αγγλο-φεροέζικο λεξικό γράφτηκε γύρω στο 2000».

Ο Γιόγκβαν έχει στο μεταξύ κατέβει κάτω για να φτιάξει καφέ. Κατεβαίνω μαζί με τους δυο Γερμανούς και τον βλέπουμε να μας περιμένει σ’ ένα κρυφό δωμάτιο, το ομορφότερο ίσως που μπορεί κανείς να δει στα Φερόε. Έχει μια ζεστασιά και μια ατμόσφαιρα που κανένας διακοσμητής δε θα μπορούσε να δώσει: είναι μέρος της παλιάς αποθήκης και οι ηλικίας 150 ετών ξύλινοι τοίχοι έχουν ξεφτίσει από τις θύελλες και το χρόνο –κι αυτή, μοιάζει να είναι η γοητεία τους. Δυο κεριά είναι αναμμένα στο τραπέζι κι ο καφές σερβίρεται σε παλιά φλιτζάνια. Κέικ και σταφύλια στα παλιά μπολ κι έξω απ’ τα παράθυρα το λιμάνι του Κλάκσβικ.

Ο Γιόγκβαν μιλάει για το παλιό Κλάκσβικ, αυτό της δεκαετίας του ’60 και του ’70, κι αναφέρεται στους μουσικούς και στους καλλιτέχνες που έζησαν και δημιούργησαν εκεί. Είναι αξιοθαύμαστο το πώς μια μικρή κωμόπολη μπόρεσε να έχει τέτοια σκηνή, τη στιγμή που πολύ μεγαλύτερες πόλεις δεν μπόρεσαν ν’ ακολουθήσουν τα ρεύματα της εποχής εκείνης. «Ήταν ένας τρόπος για να εκφραστούμε», λεει ο Γιόγκβαν. «Δεν περιμέναμε καμιά τρομερή αποδοχή ούτε να γίνουμε γνωστοί. Αλλά όπως το Κλάκσβικ μεγάλωνε, αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να παραμείνουμε κοντά ο ένας στον άλλο». Μιλάει ύστερα για τους υπόλοιπους χώρους του Leikalund, για το τι σκοπεύει να κάνει και λέει ότι πρέπει να ξαναέρθουμε αύριο στο Κλάκσβικ, αφού θα έχει τα εγκαίνια μιας έκθεσης ζωγραφικής και το βράδυ συναυλία.

Αφήνουμε το χρόνο να περάσει πίνοντας δυνατό καφέ. Οι Γερμανοί κοιτούν κάποια στιγμή τα ρολόγια τους κι αποφασίζουν ότι ήρθε η ώρα να φύγουν. Ρίχνω μια τελευταία ματιά στο βιβλιοπωλείο και βλέπω έναν κατάλογο από κάποια έκθεση του Έντβαρντ Φούγκλο. Λέω στον Γιόγκβαν ότι ανακάλυψα πρόσφατα τον Φούγκλο και πως μου αρέσει πολύ ως καλλιτέχνης. Εκείνος, σηκώνει το δάχτυλό του και σημαδεύει ένα κίτρινο σπίτι στην απέναντι πλευρά του δρόμου. «Εκεί μένει», λέει.

*

Δίχως να το πολυσκεφτώ, διασχίζω το δρόμο και χτυπάω την πόρτα. Ανοίγει ο ίδιος ο Έντβαρντ Φούγκλο, είναι ψηλός και φοράει στρογγυλά γυαλιά. Του λέω ποιος είμαι και πως μου αρέσει πολύ η δουλειά του. Αμέσως, λέει: «Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ. Θες να περάσεις;». Είναι ένα παλιό σπίτι, φορτωμένο με μικρά και μεγάλα αντικείμενα που συνθέτουν το δικό τους ημερολόγιο των καιρών που πέρασαν. Ασημικά στις βιτρίνες, χαρτιά, ακουαρέλες και βιβλία ολόγυρα κι ανάμεσα στα πόδια μας δυο γάτες που τριγυρνούν. Ανεβαίνουμε μια ξύλινη σκάλα και στο σαλόνι κάθεται η ηλικιωμένη μητέρα του. Ο Έντβαρντ πιάνει ένα βιβλίο στα χέρια του και λέει: «Εδώ μπορείς να δεις αρκετά από τα έργα μου». Αρχίζω να το ξεφυλλίζω κι έπειτα συμπληρώνει: «Αν έχεις χώρο στη βαλίτσα σου μπορείς να το πάρεις».

Κάτι λέει στη μητέρα του κι όση ώρα συνομιλούν στα φεροέζικα κοιτάζω έξω απ’ το παράθυρο τη δυνατή βρόχη που έχει μόλις ξεκινήσει. Ακουμπισμένα στο περβάζι είναι μερικά γραμματόσημα και τα χρώματά τους θυμίζουν έντονα αυτά που χρησιμοποιεί ο Φούγκλο στα έργα του. Τον ρωτάω αν αυτός τα έχει φιλοτεχνήσει. «Ναι», απαντά, «έχω κάνει αρκετά. Εδώ τα ταχυδρομεία έχουν έλλειψη από καλλιτέχνες που τους αρέσει να φτιάχνουν γραμματόσημα. Αυτά είναι από μια σειρά που δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμα».

Κατεβαίνουμε τη σκάλα και διασχίζουμε την κουζίνα, όπου στο τραπέζι στριμώχνονται παλιά φλυτζάνια και στοίβες από βιβλία. «Αν κρίνω από τα φλυτζάνια μάλλον δεν κοιμάσαι νωρίς έτσι;» τον ρωτάω. «Ποτέ πριν τις τέσσερις το πρωί. Είναι η καλύτερη ώρα για να δουλεύει κανείς», λέει. «Πάμε στο ατελιέ;». Ανοίγει τότε την πόρτα της κουζίνας και δείχνει ένα μικροσκοπικό μονοπάτι δέκα βημάτων. Απέναντί μας υπάρχει μια παλιά αποθήκη. Βρέχει καταρρακτωδώς. «Έτοιμος;» λέει. Του γνέφω καταφατικά και τότε ο Φούγκλο κλείνει την πόρτα και τρέχουμε γρήγορα μέσα στη βροχή.

Εκτός απ’ την πληθώρα χρωμάτων κι έργων, το πρώτο πράγμα που παρατηρώ στο ατελιέ είναι ότι δεν έχει παράθυρα. «Δε μου αρέσει το φυσικό φως», ομολογεί. «Επιπλέον, ένα παράθυρο μου αποσπά πάντοτε την προσοχή και επηρεάζει τη διάθεσή μου –κι όταν κάποιος δημιουργεί, αυτό μου φαίνεται ανεπίτρεπτο». Έχει μια σοφίτα γεμάτη βιβλία και δυο καρέκλες –«εκεί πηγαίνω καμιά φορά για ν’ απομονωθώ. Σβήνω όλα τα φώτα και απλώς ανεβαίνω για ν’ ακούσω άλλοτε τη βροχή κι άλλοτε τον αέρα να χτυπούν τη στέγη. Μπορώ να καθήσω ώρες έτσι». Εκείνη τη στιγμή χτυπάει η πόρτα και μπαίνει μέσα ένας συνομήλικος του Φούγκλο. Ίσως είναι κάποιος φίλος του καλλιτέχνης. «Ουφ», κάνει ο Φούγκλο, μάλλον ενοχλημένος. «Περίμενε για λίγο εδώ. Είναι ένας υδραυλικός κι έχει έρθει για να πληρωθεί».

Όση ώρα μένω μόνος μου στο ατελιέ περιεργάζομαι το χώρο. Υπάρχουν τρεις-τέσσερις πίνακες στους τοίχους, μια εγκατάσταση ημιτελής στο δάπεδο, εκατοντάδες χρώματα εδώ κι εκεί και μια παλιά πόρτα που μάλλον θα τη χρησιμοποιήσει σε κάποιο έργο. Όταν επιστρέφει, τον ρωτώ για το έργο στο δάπεδο. Πάνω σε μια επιφάνεια έχει τοποθετήσει ένα κοράκι και σε μια καρέκλα απέναντί του στέκεται το κεφάλι ενός προβάτου. «Θα το παρουσιάσω τον άλλο μήνα στην Κοπεγχάγη», λέει. «Είμαι αρκετά αφηγηματικός ως καλλιτέχνης, μου αρέσει τα έργα μου να διηγούνται μια ιστορία. Αυτή εδώ θα είναι μια φεροέζικη ιστορία, αν κρίνει κανείς από το κοράκι και το πρόβατο. Το πρόβατο θα έχει μια επιγραφή μπροστά του που θα λέει «Γιατί εγώ;» κι απέναντί του το κοράκι θ’ απαντάει «Γιατί όχι;»

Ο Φούγκλο έχει ζήσει δυο χρόνια στην Κοπεγχάγη, την εποχή που σπούδαζε, αλλά πάντοτε ήθελε να επιστρέψει στα Φερόε. «Οι περισσότεροι θελουν να φύγουν από ’δω, όμως εγώ ήθελα να ζήσω στο Κλάκσβικ. Μου αρέσει εδώ, εστώ κι αν λόγω δουλειάς είμαι υποχρεωμένος να ταξιδεύω συνεχώς». Πριν ένα μήνα ήταν στην Ιορδανία, πριν δύο στην Ιαπωνία. Ύστερα, κλείνει λίγο τα μάτια του και λέει: «Αυτές οι μέρες είναι βίαιες στα Φερόε. Σφάζουν τα πρόβατα. Μπορείς να νιώσεις μια φόρτιση στην ατμόσφαιρα και ταυτόχρονα τον χειμώνα που έρχεται».

Καθόμαστε επί ώρα και συζητάμε κι η βροχή πέφτει με μανία στην οροφή. Όταν τελικά αποφασίζω να φύγω διαπιστώνω ότι βρίσκομαι σχεδόν τρεις ώρες στο σπίτι του. Σε μία ώρα το τελευταίο λεωφορείο φεύγει για την Τόρσαβν. Αποχαιρετώ τον Φούγκλο, ο οποίος μου δίνει ακόμα δυο καταλόγους και μια σειρά από γραμματόσημα. «Εάν δεν έχεις χώρο στη βαλίτσα», λέει, «μη στενοχωριέσαι. Άφησέ τα στο ξενοδοχείο. Αν δε τα θέλουν εκεί, όλο και κάποιος θα έρθει στο Κλάκσβικ και θα μου τα επιστρέψει. Στα Φερόε τίποτα δεν πάει χαμένο».

*

Στη μία ώρα που μου απομένει στο Κλάκσβικ σκέφτομαι να επισκεφθώ ένα μικρό καφέ που τράβηξε την προσοχή μου στην προηγούμενη επίσκεψη στην πόλη. Δεν περπατάει κανένας στο δρόμο λόγω της θύελλας και φυσικά το καφέ Fríða είναι σχεδόν άδειο. Η ιδιοκτήτριά του, η Μίμι, είναι χαμογελαστή και με ρωτάει τι θα πάρω. Καφέ, τι άλλο.

Κοιτάζω τη διακόσμηση και βλέπω το πρόσωπο ενός άντρα στον τοίχο που μου φαίνεται γνώριμο, νομίζω πως έχω ξαναδεί το ίδιο πρόσωπο ως άγαλμα στο λιμάνι της Τόρσαβν. «Ναι», επιβεβαιώνει η Μίμι, «αυτός είναι. Ονομάζεται Νολσόγιαρ Παλ κι έζησε στα τέλη του 18ου αιώνα. Ήταν θαλασσοπόρος και ποιητής. Αγρότης κι έμπορος. Ήταν αυτός που εισήγαγε τον εμβολιασμό στα Φερόε. Μα πάνω απ’ όλα», λέει με μάτια που γυαλίζουν, «ήταν ένας επαναστάτης». Αυτό το καφέ συμπυκνώνει την ιστορία ενός ανθρώπου, είναι φόρος τιμής σε κάποιον που εναντιώθηκε στην εξουσία.

Ο Νολσόγιαρ Παλ είναι ο άνθρωπος που αντιστάθηκε στη δανέζικη κηδεμονία. Μ’ ένα ιστιοφόρο που το ανακατασκεύασε μόνος του, πάλεψε με τα κύματα του Ατλαντικού προκειμένου να κάνει άμεσο εμπόριο, χωρίς τους υπέρογκους φόρους που έπρεπε να πληρώσουν τα Νησιά στους Δανούς. Όσο κι αν τον μπλόκαραν, ο Νολσόγιαρ Παλ δεν παραιτήθηκε ποτέ και συχνά οι ενέργειες του είχαν επιτυχία. Ωστόσο, πολλοί Φεροέζοι της εποχής δεν ήταν υπέρ των ενεργειών του κι όταν το 1808 το πλοίο του βυθίστηκε κι ο ίδιος δεν επέστρεψε ποτέ στο αγαπημένο του Κλάκσβικ, ο διοικητής της Τόρσαβν εξέφρασε την ικανοποίησή του.

«Ένας επαναστάτης δεν μπορεί να είναι αρεστός σε όλους», λέει η Μίμι, «και το πιθανότερο είναι πως το πλοίο δε βυθίστηκε από μόνο του». Μου δείχνει κάτι στον τοίχο του καφέ: πάνω απ’ το μεγάλο παράθυρο υπάρχει μια γραμμή που ανεβαίνει και κατεβαίνει και πάλι ανεβαίνει. «Αυτή είναι η κορυφογραμμή που έβλεπε απ’ τη φάρμα του εδώ στο Κλάκσβικ». Ύστερα, ανοίγει την πόρτα και δείχνει ένα σπίτι. «Εκεί ζούσε», λέει, «μαζί με τη γυναίκα του». Στο καφέ δεσπόζουν παλιά ποτήρια και σερβίτσια ενώ πάνω απ’ το ταμείο είναι κρεμασμένη μια οθόνη από την οποία περνούν εικόνες των Φερόε και τσιτάτα του Παλ.

Δεν υπάρχουν πολλές καρέκλες, το καφέ αποτελείται κυρίως από πάγκους κι εκεί που ακουμπούν στον τοίχο υπάρχουν εντοιχισμένα μαξιλάρια. Αναγνωρίζω τα μοτίβα: είναι τα ίδια μ’ αυτά που χρησιμοποιούνται στα μάλλινα πουλόβερ των Φερόε. Όλα τ’ αντικείμενα συνδέονται προσεχτικά με τον Παλ και μέσα σ’ αυτό το καφέ η μνήμη του παραμένει ζωντανή.

Εκείνη τη στιγμή, κι ενώ ετοιμάζομαι να πληρώσω για να φύγω, μπαίνει στο μαγαζί ένας νεαρός που δεν είναι πάνω από είκοσι χρονών. Φοράει στρογγυλά γυαλιά και φαίνεται πολύ ντροπαλός. Παραγγέλνει καφέ κι ακούει το τελευταίο μέρος της συζήτησης για τον Νολσόγιαρ Παλ. Με ρωτάει δειλά από πού είμαι. Του απαντώ, «από την Ελλάδα» κι όταν ζητάω να μάθω σε ποιο νησί μένει, λέει «στο Σβινόυ. Η θάλασσα ήταν χάλια σήμερα», συμπληρώνει, «ήρθα με το αλιευτικό του πατέρα μου, μόνος μου». Φαίνεται έξυπνος αλλά νιώθει αμήχανος στο Κλάκσβικ, οι πέντε χιλιάδες κάτοικοι τού φαίνονται σωστή πολιτεία. «Σ’ ολόκληρο το Σβινόυ ζουν πενήντα-δυο άνθρωποι». Πρέπει δυστυχώς να φύγω, αποχαιρετώ τη Μίμι καθώς και τον νεαρό, ο οποίος ψελλίζει ένα όνομα που δεν μπορώ να το ακούσω. «Δεν το άκουσα», παραδέχομαι, «αλλά δεν πειράζει. Μιας και ταξίδεψες με τέτοια κακοκαιρία, θα σε φωνάζω Νολσόγιαρ Παλ».

Την ώρα που κλείνω την πόρτα πίσω μου, σκέφτομαι ότι δεν ρώτησα από πού πήρε το όνομά του το καφέ. «Από το πλοίο του Νολσόγιαρ Παλ», λέει  η Μίμι. «Ονομαζόταν Royndin Fríða. Σημαίνει», λέει χαμογελώντας, «η Όμορφη Δοκιμασία».

*

Στη διαδρομή για την Τόρσαβν συζητάω μ’ έναν δεκαεφτάχρονο που ονομάζεται Μάγκνι. Ο ίδιος πηγαίνει σχολείο στο Κλάκσβικ, στο τεχνικό λύκειο, μολονότι οι γονείς του μένουν στην Τόρσαβν. Νοικιάζει ένα δωμάτιο «στην ηλιόλουστη πλευρά» και τα σαββατοκύριακα επιστρέφει στην πρωτεύουσα. Για τον Μάγκνι οι παραδόσεις είναι πολύ σημαντικές και φροντίζει να το επαναλαμβάνει σε κάθε ευκαιρία. Δεν ξέρει ακόμα τι θέλει να κάνει στη ζωή του, ίσως σπουδάσει κάτι. «Αλλά για να το κάνω αυτό, θα πρέπει να πάω στην Κοπεγχάγη. Όλοι πρέπει να πάνε στην Κοπεγχάγη για σπουδές και πολλοί δε γυρνούν πίσω. Εγώ όμως», λέει, «δεν ξέρω αν μπορώ να ζήσω αλλού. Στα Φερόε δεν κλειδώνουμε ούτε τα σπίτια μας ούτε τ’ αυτοκίνητα. Τις μέρες με λιακάδα, οι γονείς αφήνουν τα καρότσια μαζί με τα μωρά σε μια γωνία και πηγαίνουν στο σούπερ μάρκετ να ψωνίσουν. Φαντάσου, ένα μωρό να μένει μόνο του μισή ώρα στη μέση της Τόρσαβν! Πού αλλού γίνεται αυτό;»

Όταν διασχίζουμε το τούνελ με τους φωτισμούς του Patursson, ο Μάγκνι ξαφνικά σκοτεινιάζει. «Ρωτάω όλους τους ξένους που έρχονται εδώ. Ξέρω ότι πολλοί μας μισούν γι’ αυτό αλλά θέλω να σε ρωτήσω: τι πιστεύεις για το grind;» Το grind είναι μια από τις αρχαιότερες παραδόσεις των Φερόε. Καθότι η πρόσβαση στο φαγητό δεν ήταν πάντοτε αυτονόητη στα Νησιά, οι κάτοικοι προσπαθούσαν συχνά να τραφούν μ’ ό,τι μπορούσαν. Ένα απ’ τα φαγητά που είναι πάντοτε καλοδεχούμενα είναι οι φάλαινες. Όταν ένα κοπάδι πλησιάζει κοντά σε κάποιο νησί, οι άντρες βγαίνουν με τις βάρκες, τις περικυκλώνουν και τις οδηγούν στη στεριά. Εκεί, οι φάλαινες σφαγιάζονται και τότε η θάλασσα βάφεται κόκκινη. Κατόπιν, τεμαχίζονται σε ισόποσα μερίδια και μοιράζονται δωρεάν στους κατοίκους για φαγητό.

Του λέω ότι από τη στιγμή που το συγκεκριμένο είδος φάλαινας δεν είναι υπό εξαφάνιση δεν έχω κανένα πρόβλημα. Γνωρίζω επίσης ότι οι Φεροέζοι έχουν αναπτύξει μια τεχνική που τις σκοτώνει σε δυο δευτερόλεπτα κι επομένως τα ζώα δεν υποφέρουν σχεδόν καθόλου. Οι φάλαινες ζουν όλη τους τη ζωή ελεύθερες σε αντίθεση με άλλα ζώα που γεννιούνται φυλάκισμένα και προορίζονται για σφαγή. Ο Μάγκνι χαίρεται που το ακούει αυτό. «Στη χώρα σου έχετε αντίστοιχα έθιμα;» Του απαντώ ότι μια φορά το χρόνο οι Έλληνες χορεύουν γύρω από νεκρά αρνιά που σουβλίζονται. «Κουλ», λέει.

(συνεχίζεται)

Διαβάστε εδώ το πρώτο μέρος, εδώ το δεύτερο  κι εδώ το τρίτο ή συνεχίστε στο πέμπτο μέρος.